Η Μαρία κάθε τόσο σκόνταφτε στις πέτρες που είχε κατεβάσει η πλημμύρα του προηγούμενου μήνα. Το μονοπάτι ήταν κακοτράχαλο μα δεν υπήρχε άλλο που να οδηγεί στην κωμόπολη χωρίς να τη δει κάποιος συγχωριανός. Εκεί είχαν συμφωνήσει να συναντηθούν με τον Ιωσήφ για να πάνε στην κοινωνική λειτουργό, την οποία με χίλια βάσανα είχε πείσει ο Ιωσήφ να βοηθήσει τη Μαρία με τη γέννα και την πιθανή υιοθεσία του παιδιού. Βλέπετε ο Ιωσήφ δεν ήταν ο πατέρας του μωρού, ήταν ο μοναδικός φίλος της Μαρίας. Ο μόνος άντρας της περιοχής που δεν την είχε στριμώξει στον δρόμο ή στα κτήματα, αφού η Μαρία είχε βιαστεί κατ’ εξακολούθηση όταν ήταν μικρότερη ακόμη και από τα ξαδέρφια της.
Μα και τώρα που ήταν μια ώριμη μα όχι συγκροτημένη γυναίκα, καθώς έπασχε από νοητική υστέρηση, δύσκολα μπορούσε να ξεφύγει από τις ύπουλες και ζωώδεις ορμές πολλών συγχωριανών της.
Η κοιλιά της διαγράφονταν έντονα κάτω από το φαρδύ γαλάζιο παλτό που τής είχε δώσει προσωπικά ο δεσπότης στην τελευταία του επίσκεψη στο χωριό. Αχ πόσο το αγαπούσε αυτό το παλτό! Το χρησιμοποιούσε και για κουβέρτα και το προόριζε για λίκνο του βρέφους που θα γεννούσε.
Προχωρούσε κι αναστέναζε και κάθε τόσο σταματούσε για να πάρει ανάσες ή να πιεί λίγο από το νερό που κουβαλούσε μαζί της σε μια πάνινη τσάντα, ραμμένη από τη μητριά της, που κατάφερε να πάρει μαζί της, πριν φύγει απ’ το σπίτι.
Κάθισε σε ένα ξέφωτο γιατί ένιωσε πρωτόγνωρους πόνους στην κοιλιά, στο στήθος και στην πλάτη. Ταλαιπωρήθηκε πολύ αβοήθητη και μόνη, πεινούσε και κρύωνε, φοβόταν, αγωνιούσε για τον Ιωσήφ που θα ανησυχούσε, μα κυρίως έτρεμε για το βρέφος που έβγαινε από μέσα της, μια αθώα σάρκινη μάζα δεμένη στον ομφάλιο λώρο, μην τυχόν και το φάνε οι λύκοι ζωντανό. Παρακαλούσε να πεθάνει μαζί της.
Άλλωστε ποτέ δεν το ήθελε αυτό το μωρό, ούτε για την ζωή της έδινε πλέον δεκάρα. Το γαλάζιο παλτό σκεφτόταν που καθώς απορροφούσε το αίμα μετατρεπόταν σε τομάρι πληγωμένου ζώου χωρίς ίχνος γαλάζιας ιδιότητας.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Ken Schles. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]