Τι θυμούμαι; Θυμούμαι ότι ήταν πάντα πολλή κρυάδα. Είνταλως να μεν ένι; Μέσα του Νιόβρη, είντα που καρτεράς; Θυμούμαι ένα τσούρμο -όι τσούρμο, πλήθος ολόκληρο, όχλο!- στον δρόμο, στα πεζοδρόμια, στα κτήρια τα βομβαρδισμένα, στα χωράφκια τζιαμαί δίπλα· έναν όχλο που σκούρα μπλε σακάκια τζιαι μαύρα, σιάρπες τζιαι γκρίζα παντελόνια. Ήταν μεγάλο γεγονός, στο λύκειο ειδικά, διότι πλέον αφήναν σε οι γονιοί σου να πάεις στη «διανυκτέρευση», που ήταν βασικά αγρυπνία. Αλλά έτσι την ελαλούσαμεν, «διανυκτέρευση στο οδόφραγμα». Επηαίνναμεν που τη νύχτα της 14ης για να διαδηλώσουμε το πρωί της 15ης του μήνα. Τζιαι εγίνουνταν διάφορα. Κυρίως όι πολιτικά. Σχέσεις εξεκινούσαν, σχέσεις ετελειώναν, γνωριμίες με τύπους τζιαι τύπισσες που άλλα σχολεία, καυκάες, ποτά, βαρέλλες με φωθκιές, τραούδκια, φωνές∙ κανένας εν ετζιοιμάτουν. Το πρωί –ένηξερω πώς αντέχαμεν!– ετρώαμεν τυρόπιττα τζιαι επίνναμεν «σπαστόν» που το περίπτερο. Πόσες τυρόπιττες να επαράγγελλεν άραγε το περίπτερο, είνταλως μας εκανούσαν; Τζιαι μετά, κατά τες 10-11, ώσπου να κατεβούν τζιαι τα λεωφορεία με ούλλους τους υπόλοιπους, αρκεύκαν τα συνθήματα τζιαι εβκαίναν οι σημαίες. Δκυο λογιών σημαίες. Ελληνικές τζιαι κυπριακές. Τζιαι αναλόγως του τι εκράτας, εσήμαινεν τι θέλεις τζιαι ποιος είσαι. Σάμπως εξέραμεν; Εν εμετάνιωσα που εσταμάτησα κάποια στιγμή να πηαίννω. Ούτως ή άλλως, άμα ανοίξαν τα οδοφράγματα, ανοίξαν άλλες υποθέσεις τζιαι εκλείσαν άλλες, σαν τούτην. Λαλεί σου, έν’ ανοιχτό το οδόφραγμα, πιάστην σημαιούα σου τζιαι πήαιννε, άμα θέλεις, ποτζιεί να διαμαρτυρηθείς. Εν εμετάνιωσα, όι. Το μόνο που μετανιώνω, άμα αθθυμηθώ τες «διανυκτερεύσεις», ήταν ότι τζιαμαί δίπλα στο οδόφραγμα εστεγάστηκεν μια χρονιά το Κέντρο Μεταμοσχεύσεων∙ εβκαίναν οι νοσηλευτές τζι οι νοσηλεύτριες στα παράθυρα τζιαι επαρακαλούσαν μας, θυμούμαι, ούλλη νύχτα «μάνα μου, κάμετε ησυχία, έχουμεν αρρώστους δαμαί» τζιαι εμείς ως την άλλη μέρα το μεσημέρι εν εσκάσαμεν λεπτό.
***
* είντα, είνταλως: πώς, τι
* ένι, έν’: είναι
* σιάρπες (η σιάρπα): τα κασκόλ
* «σπαστός»: κρύος στιγμαίος καφές σε πλαστικό κουτάκι, πολύ δημοφιλής κατά τη δεκαετία του 1990 και λίγο αργότερα στην Κύπρο, που πουλούσαν τα περίπτερα.
* ποτζιεί: απ’ εκεί
* δαμαί: εδώ
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]