[…] Το ερώτημα της ορθής κατανόησης της έννοιας της κοσμικότητας [secularity] βρίσκεται στο επίκεντρο του προβληματισμού του Ταίυλορ. Ο Ταίλορ πιστεύει (α) ότι είναι λάθος να καταλάβουμε την κοσμικότητα ως εξοβελισμό της θρησκείας και του Θεού από τον δημόσιο χώρο (12, 13) και, φέρνοντας το παράδειγμα της πρώην κομμουνιστικής Πολωνίας ή των Η.Π.Α., υποστηρίζει ότι η θρησκεία μπορεί κάλλιστα να υπάρχει στον δημόσιο χώρο των εκκοσμικευμένων κοινωνιών. Είναι βέβαιο ότι οι σημασίες των ποικίλων σφαιρών δραστηριότητας, οικονομική, πολιτική, πολιτιστική κ. ά., στις οποίες συμμετέχουμε, δεν ορίζονται πια συναρτήσει της θρησκείας, όπως παλιότερα –ο Ταίυλορ φέρνει το παράδειγμα της καταδίκης της τοκογλυφίας από τον κλήρο– και αυτό μπορεί να οδηγήσει πράγματι σε μια «εξασθένιση του θρησκευτικού φαινομένου, στην απομάκρυνση των ανθρώπων από τον Θεό και την παύση του εκκλησιασμού» (13). Υπ’ αυτήν την έννοια, οι δυτικές χώρες έχουν, λέει ο Ταίυλορ, γίνει «κοσμικές».
Ο συγγραφέας θέλει ωστόσο να εξετάσει την εποχή μας κυρίως υπό το πρίσμα μιας τρίτης, πιο πολύπλοκης και γι’ αυτό και πιο ενδιαφέρουσας έννοιας «κοσμικότητας». Η τρίτη αυτή έννοια πρόκειται να επικεντρωθεί στις «συνθήκες της πίστεως» (14). Η μετάβαση στην κοσμική εποχή, υπό την έννοια αυτή, συνίσταται έτσι, μεταξύ άλλων, στη μετατόπιση από «μια κοινωνία στην οποία η πίστη στον Θεό ήταν αδιαμφισβήτητη και μάλιστα απροβλημάτιστη, σε μιαν άλλη, όπου αυτή νοείται ως μια επιλογή [option] μεταξύ άλλων και συχνά όχι την επιλογή της ευκολότερης προσχώρησης» (14). Με αυτήν την τρίτη έννοια η κοσμικότητα αφορά το πλαίσιο [context] κατανόησης «μέσα στο οποίο λαμβάνουν χώρα η ηθική πνευματική ή θρησκευτική εμπειρία και αναζήτησή μας» (14) και συνεπώς αφορά καίρια τον σημερινό σκεπτόμενο άνθρωπο, πιστό και μη πιστό. […]
[Απόσπασμα από την πολυσέλιδη μελέτη του Μιχάλη Πάγκαλου στο τχ. 25. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]