frear

Παρένθετη πατρότητα – του Δημήτρη Αγγελή

«Δεν υπάρχει δυσκολότερο απ’ το να είναι κανείς πατέρας –θέλω να του πω με τα λόγια του Μπρικνέρ απ’ το Ένας καλός γιος. Αν είναι ήρωας, συντρίβει με τη δόξα του, αν είναι κάθαρμα, με την αχρειότητά του, κι αν είναι συνηθισμένος άνθρωπος, με τη μετριότητά του. Ό,τι κι αν κάνει έχει άδικο· είτε είναι υπερβολικό είτε δεν είναι αρκετό», γράφει ο Νίκος Παναγιωτόπουλος στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του με τίτλο Ολομόναχος, όπου προσπαθεί να εξημερώσει το φάντασμα του πατέρα του, όντας πλέον ο ίδιος στη θέση του. Αν δούμε το θέμα στενά συναισθηματικά, στην καθημερινότητά του, έχει δίκιο. Αν το δούμε ευρύτερα, ο πατέρας σημαίνει πολύ περισσότερα.

Στον δυτικό πολιτισμό, ο πατέρας αντιπροσωπεύει την απαγόρευση (ψυχαναλυτικά: την αποστέρηση της μητέρας ως σεξουαλικού αντικειμένου), σηματοδοτεί την άρνηση στην απαίτηση του παιδιού να διαιωνίσει τον πρωταρχικό δεσμό αγάπης που έχει με τη μητέρα, γίνεται ο δρόμος προς την ανεξαρτησία και την αυτοεκτίμηση. Ο Λακάν έχει μιλήσει για το «όνομα του πατέρα», ενώ πολλοί ψυχαναλυτές βλέπουν τον ρόλο του ως μια «πνοή καθαρού αέρα» στη διαδικασία αποχωρισμού και εξατομίκευσης: η παρουσία του οδηγεί στην υπευθυνότητα. Στην παλαιοδιαθηκική πίστη, το να αναφερθείς στο όνομα κάποιου συνιστά πράξη μεγάλης βαρύτητας και δύναμης, εξού και η απαγόρευση ακόμα και της εκφοράς του ονόματος του Θεού-Πατέρα –είναι ο αρχέγονος Νόμος, που πρέπει να παραμένει μέσα στη νεφελώδη παντοδυναμία του δυσεξήγητος, έτσι ακριβώς όπως συμβαίνει και στο έργο του Κάφκα. Αντίθετα, στον χριστιανισμό, η πιο συνηθισμένη προσευχή ξεκινάει με μια επίκληση στο όνομά του («Πάτερ ημών») και στον αποχωρισμό απ’ αυτόν που πρέπει ν’ αναιρεθεί. Συμβαίνει, δηλαδή, ό,τι και στην καθημερινότητα: η παρουσία ενός καλού πατέρα, που αγαπά αλλά και θέτει όρια, αυξάνει την αυτοεκτίμηση, μειώνει την επιθετικότητα, οδηγεί σ’ ένα λιγότερο σκληρό Υπερεγώ. Τι συμβαίνει όμως όταν ο πατέρας είναι, παρά τη θέλησή του, απών;

Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ

Οι υπερβολικές απαιτήσεις του σύγχρονου τρόπου ζωής, οι επαγγελματικές υποχρεώσεις, η έλλειψη ποιοτικού ελεύθερου χρόνου και κυρίως ο ατομιστικός/εγωιστικός τρόπος σκέψης που μας εμφύσησε η εποχή της ευμάρειας, απομακρύνουν εύκολα τα ζευγάρια κι έχουν οδηγήσει τα τελευταία χρόνια σε αύξηση των διαζυγίων. Παράλληλα, έχουν αντιστραφεί και κάποιοι όροι σε σχέση με τα παλαιά στερεότυπα: αφενός, η υπερβολική επαγγελματική δραστηριοποίηση των γυναικών οδηγεί συχνά σε παραμέληση της οικογένειας ή μεταφέρει το βάρος των γονεϊκών υποχρεώσεων στον πατέρα –μια αλλαγή νοοτροπίας που, ασφαλώς, είναι καλοδεχούμενη. Αφετέρου, έχει εμφανιστεί μια νέα γενιά συνειδητοποιημένων πατεράδων που αφιερώνουν πολλές ώρες στην ανατροφή των παιδιών τους. Τι γίνεται όμως όταν μια δυσαρμονία στις σχέσεις οδηγεί στο διαζύγιο, όπου στην πλειοψηφία των περιπτώσεων την επιμέλεια παίρνει σχεδόν de facto, λόγω απαρχαιωμένων αντιλήψεων και νομοθεσίας, η μητέρα και ο πατέρας απομακρύνεται κακήν κακώς από το σπίτι; Τότε ο δεσμός παιδιού-πατέρα ξαφνικά διαρρηγνύεται, ο πατέρας στοχοποιείται και η σχέση του με το παιδί διαμεσολαβείται από έναν ενισχυμένο δικονομισμό: συχνά, ως την ενηλικίωση των παιδιών το Δικαστήριο συνυπάρχει με τη διαλυμένη οικογένεια κι έρχεται να ρυθμίσει σε τακτά χρονικά διαστήματα τις υπερβάσεις της μιας ή της άλλης πλευράς, επαναφέροντας την τάξη και την όποια ισορροπία.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε πάνω στο θέμα Ο Συλλέκτης, ένα graphic novel έξι σπαρακτικών διηγημάτων του Soloup (Αντώνης Νικολόπουλος). Στην κεντρική αφήγηση, ένας πατέρας βιώνει τη γονική αποξένωση (στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία συναντούμε και τον όρο «embittered-chaotic parent» για την περίπτωσή του), βλέπει λόγω μιας «προκάτ» δικαστικής απόφασης κάθε δεκαπέντε μέρες την κόρη του και γίνεται ο «κακός λύκος» του παραμυθιού. Γίνεται, επίσης, συλλέκτης των πινακίδων των ταξί που μεταφέρουν κάθε πρωί το παιδί του, σημειώνοντας επιμελώς, αν και χωρίς προφανή λόγο, τους αριθμούς κυκλοφορίας τους. Απ’ τα χαράματα περιμένει έξω απ’ την πόρτα του παλιού του σπιτιού, εκτεθειμένος στα αδιάκριτα μάτια γειτόνων και περαστικών, για να πάει την κόρη του στο σχολείο, όπως έχει αποφασίσει το δικαστήριο. Η πρώην συζυγός του, όμως, αγνοεί την απόφαση κι αυτός τρέχει για να καλημερίσει την Φωτεινούλα πριν χωθεί αμίλητη στο ταξί. Ο όρος του Ρίτσαρντ Γκάρντνερ για την «γονική αποξένωση» περιγράφει αυτήν ακριβώς την παθολογική κατάσταση: το παιδί που διαμένει με τον έναν γονέα, σταδιακά και λόγω αρνητικής επιρροής του περιβάλλοντος που δημιουργεί η νέα συνθήκη (υποτίμηση, αρνητική κριτική, ακόμα και επινόηση ευφάνταστων κατηγοριών για τον πατέρα), αρχίζει να μη θέλει την επαφή μαζί του. Το γεγονός αυτό δεν επηρεάζει μόνο το παιδί με αισθήματα ενοχής, κατάθλιψη, χαμηλή αυτοπεποίθηση, άγχη, αναστάτωση στις συνήθειες διατροφής και ύπνου, αλλά και τον ίδιο. Νιώθει ότι το δικαστήριο τον αντιμετωπίζει σαν ξένο και την πατρότητά του σαν ένα τυχαίο, αδιάφορο για την τύχη του παιδιού του συμβάν. Ότι πρόκειται για μια «παρένθετη πατρότητα».

Αν και τα τελευταία χρόνια υπάρχουν δικαστικές αποφάσεις που δίνουν την επιμέλεια στον πατέρα, αυτές αποτελούν ακόμα την εξαίρεση. Η μέση λύση, η συνεπιμέλεια, θα εξασφάλιζε σταθερότητα, συνέχεια και ενότητα στις συνθήκες ανάπτυξης των παιδιών, όμως το αίσθημα θυματοποίησης και συνακόλουθα η εκδικητικότητα, που συχνά παρουσιάζουν και οι δύο γονείς μετά από έναν επώδυνο χωρισμό, δεν βοηθάνε.

Το παράδοξο; Μιλάμε συνέχεια (και σωστά) για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, των μεταναστών, ακόμα και των ζώων, κανείς όμως δεν ασχολείται με το πρόβλημα των κοντινών μας διαζευγμένων. Αντιμετωπίζουμε την πατρότητά τους σαν παρένθετη και γι΄ αυτό παραμένουν αόρατοι, ν’ αναμετριούνται μόνοι με τα φαντάσματά τους.

[Δημοσιεύτηκε στο Έθνος της Κυριακής, στις 3.2.2019.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη