Για τον Τολστόι ο λόγος του Χριστού συνιστά την υπέρτατη αλήθεια ενώ και ο ίδιος ο Χριστός είναι αφ’ εαυτού η αλήθεια. Η πίστη σε αυτόν δεν σημαίνει την υπακοή σε ένα σύστημα βασισμένο στην προσωπικότητά του, αλλά υποδηλώνει τη συνείδηση της αλήθειας. Το χριστιανικό φρόνημα και η πρακτική του εφαρμογή, κατά συνέπεια, δεν διαμορφώνεται μέσω της πειθούς ούτε τονώνεται από υποσχεσιολογικού χαρακτήρα ανταμοιβές επέκεινα της ζωής. Η γνώση της αλήθειας, που είναι αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης ευτυχίας, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την πίστη στη διδασκαλία του Χριστού, χωρίς όμως να ισχύει και το αντίστροφο [1]. Η επικέντρωσή του στα διδάγματα του Χριστού τον κατέστησε ριζοσπαστικό ρεβιζιονιστή των Ευαγγελίων –στην απόφασή του να απορρίψει συλλήβδην όλα τα μυστήρια και τα θαύματα συμπεριλαμβανομένης και της Ανάστασης– επιχειρώντας να αποδώσει τον ηθικό και πραξιακό χαρακτήρα της χριστιανικής αλήθειας αντί του μεταφυσικού και χιλιαστικού που επιτάσσει η Εκκλησία. Η προσέγγιση όμως αυτή του Τοστόι προτρέπει τον πνευματικό κόσμο της εποχής του να αποσπασθεί από τους εκκλησιαστικούς κανόνες χωρίς να αξιώνει η ίδια για τον εαυτό της τον τίτλο του δόγματος. Η σωτηρία των ανθρώπων εναπόκειται στους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους η ατομική συνείδηση θα μπορέσει να γνωρίσει το Χριστό: την αγάπη, την αδελφοσύνη, τη μη βία, την κατάργηση των ανισοτήτων, την εξάλειψη της ιδιοκτησίας και τη συνειδητοποίηση ότι η ευτυχία έγκειται στην ουσιαστική σχέση με την ετερότητα και την επιστροφή στη φύση.
Τα διδάγματα της πίστης, αναφέρει, όταν βασίζονται στην εμπιστοσύνη και την κατήχηση σταδιακά αποδυναμώνονται κάτω από την επιρροή της γνώσης και των εμπειριών της ζωής [2]. Η ανησυχία του Τολστόι για την επίγεια μοίρα του ανθρώπου και την ηθική του βελτίωση συνδέεται με την επιρροή που του άσκησε ο Σοπενχάουερ στο πεδίο της μεταφυσικής διάστασης της Βούλησης. Βασική θέση του Σοπενχάουερ είναι ότι όλα τα φαινόμενα συνιστούν αντικειμενικές εκφάνσεις της Βούλησης ως πηγής βασάνων και δυστυχίας, η οποία εξαφανίζεται μόνο με τη συνολική απάρνηση των επιθυμιών του ατόμου, την καταφυγή στον ασκητισμό και την ενασχόληση με τις τέχνες [3]. Η βούληση στον Τολστόι, ωστόσο, δεν αποτελεί μόνο την κατεξοχήν πηγή δεινών αλλά και δύναμη ηθικής ανάπτυξης, επαφής με τον Θεό που επιτυγχάνεται (και) μέσω της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Στον ορισμό που δίνει ο Τολστόι για τον Θεό, η συνειδητοποίηση του Θεού ως Όλου προϋποθέτει τον Άλλον και πραγματοποιείται μέσω της αγάπης προς τον τελευταίο:
Ο Θεός είναι εκείνο το απεριόριστο Όλον του οποίου ο άνθρωπος έχει συνείδηση ότι είναι μέρος του. Μόνο ο Θεός υπάρχει πραγματικά. Ο άνθρωπος είναι η εκδήλωσή του στην ύλη, τον χρόνο και τον χώρο. Όσο περισσότερο η εκδήλωση του Θεού στον άνθρωπο (ζωή) ενώνεται με τις εκδηλώσεις σε άλλα όντα, τόσο περισσότερο είναι κάποιος ζωντανός. Η ένωση αυτή της ζωής του με τις ζωές των άλλων ολοκληρώνεται με την αγάπη. Ο Θεός δεν είναι αγάπη, αλλά η ολοένα μεγαλύτερη αγάπη που ενυπάρχει σε έναν άνθρωπο συνεπάγεται μεγαλύτερη υπαρξιακή δύναμη. Συνειδητοποιούμε τον Θεό μόνο μέσω της συνειδητοποίησης της εκδήλωσής Του σε μας.

Για τον ίδιο, το θρησκευτικό φαινόμενο δεν πρέπει να κρυσταλλωθεί σε μια μορφή δόγματος και τελετουργίας ούτε να επαφίεται σε «αυθεντίες» όπως ποιητές, ιερείς και μάγους, ενώ οι δικές του αρχές δεν πρέπει να εκλαμβάνονται νορματιβιστικά, αλλά να ακολουθούνται ως «ιδεώδη» [4]. Η θρησκεία, σύμφωνα με τον Τολστόι, δεν βρίσκεται έξω από μας, αλλά περιμένει να τη γνωρίσουμε σε μια εσωτερική εμπειρία που όντας ανεξάρτητη από ψυχολογικούς ή πολιτισμικούς παράγοντες προϋποθέτει την έλλογη σκέψη της ώριμης ηλικίας και μέσω της συνάντησης με το υπερβατικό συνειδητοποιούμε τη μηδαμινότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και τον αμαρτωλό χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης. Το θρησκευτικό φαινόμενο δεν μας αποκαλύπτεται ως μία μορφική οντότητα, αλλά ως ένα σύνολο ηθικών προσταγών. Η ιστορική πορεία, εξάλλου, της φιλοσοφικής σκέψης αποδεικνύει τη διαρκή ακολουθία της κατεύθυνσης που υποδεικνύει η θρησκεία. Η παγανιστική φιλοσοφία του Πλάτωνα, η μεσαιωνική χριστιανική φιλοσοφία της προσωπικής σωτηρίας, η εγελιανή πολιτικοοικονομική και θρησκευτική αντίληψη της ζωής και η πεσιμιστική φιλοσοφία του Σοπενχάουερ που συνδέεται με τον βουδισμό διερευνούν αναπόδραστα τις καθιερωμένες στάσεις των ανθρώπων απέναντι στο Άπειρο [5].
Ο Τολστόι υποστηρίζει ότι κατά τη θρησκευτική δραστηριότητα τόσο το συναίσθημα όσο και η λογική επενεργούν στη δημιουργία της σχέσης μεταξύ Θεού και ανθρώπου: από τη μια πλευρά, μέσω του συναισθήματος προκαλείται η ανάγκη σύνδεσης του ανθρώπου με το άπειρο, ενώ η λογική υπαγορεύει το συμπεριφορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πραγματοποιείται αυτή η σχέση. Η διανοητική κατάσταση του ανθρώπου είναι περισσότερο ευάλωτη σε διαστρεβλώσεις κατά τη βρεφική και παιδική ηλικία, στον γάμο και στον θάνατο. Ο εκφυλισμός της θρησκείας και η δεκτικότητα στις ετερογενείς επιθυμίες επιτυγχάνεται μέσω έργων τέχνης (ζωγραφική, γλυπτική, μουσική, θέατρο, αρχιτεκτονική) που στόχο έχουν να μειώσουν τη λογική δραστηριότητα:
Αυτό παρατηρείται σε όλες τις παλιές θρησκευτικές διδασκαλίες: στις υψηλού επιπέδου διδασκαλίες του βραχμανισμού καθώς εκφυλίζονταν σε πρωτόγονη λατρεία αναρίθμητων ειδώλων σε διάφορους ναούς, με τη συνοδεία τραγουδιών και θυμιαμάτων, στην εβραϊκή θρησκεία που την κήρυξαν οι προφήτες και περιορίστηκε στη λατρεία του Θεού σε επιβλητικούς ναούς, με μεγαλειώδεις ύμνους και λιτανείες, στην ανώτερη μορφή του βουδισμού ο οποίος περιορίστηκε, μαζί με τα μοναστήρια του, τα ομοιώματα του Βούδα και τις πολυάριθμες πανηγυρικές τελετουργίες, στο μυστηριώδη λαμινισμό, καθώς και στον ταοϊσμό με τις μαγείες και τα ξόρκια του. [6]
Ο Τολστόι υποστηρίζει ότι η ελίτ των πνευματικών ανθρώπων δεν ενδιαφέρεται για το θρησκευτικό φαινόμενο αλλά μόνο εργαλειακά –ως όχημα επιβολής: χρησιμοποιεί τη θρησκευτική διδασκαλία διαστρεβλώνοντας το νόημά της προκειμένου να χειραγωγήσει τις μάζες και να τις καταστήσει αδρανείς. Η παθητικότητα της πλειοψηφίας των ανθρώπων έχει ως αποτέλεσμα την καθοδήγηση της ζωής τους από τους κανονισμούς του κράτους και όχι από τους θρησκευτικούς κανόνες. Η ελίτ αυτή αντιλαμβάνεται τη θρησκεία ως ένα εξωτερικό φαινόμενο του οποίου τα συμπτώματα πρέπει να καταπολεμηθούν από την επιστήμη έτσι ώστε να εξαλειφθεί η ανάγκη της ύπαρξής της [7]. Εν αντιθέσει με τις θετικές επιστήμες που ταυτίζουν τη θρησκεία με την άγνοια, ο Τολστόι αναφέρει ότι η ανθρώπινη ζωή προϋποθέτει την ύπαρξη της θρησκείας. Τα έλλογα όντα, συνεπώς, ενέχουν από τη φύση τους την ανάγκη να στραφούν σε μία σχέση με το άπειρο, καθώς η θρησκεία είναι αυτή που καθορίζει ουσιαστικά το ορθώς πράττειν μέσα σε μια ανθρώπινη κοινωνία και δίχως αυτή είναι αδύνατο να ζήσουν [8]. Ο άνθρωπος αποτελεί μέρος του απείρου Όντος και όχι μόνο αισθάνεται ότι η δύναμη του τελευταίου τον υπερβαίνει, αλλά καθορίζει επίσης τον προορισμό του στη ζωή. Η ανώτερη ανθρώπινη ικανότητα συνίσταται στη σύλληψη της παραπάνω αναγκαιότητας, μία σχέση χωροχρονικά ανεξάρτητη. Κάθε θρησκεία, αν δεν αποτελεί κάποια εκφυλισμένη μορφή, επιτυγχάνει να δημιουργήσει αυτή τη σχέση –μια εσωτερική νοητική εμπειρία στην ύψιστη μορφή της:
Αλλά, όπως πάντα, η θρησκεία παραμένει η κινητήρια δύναμη και η καρδιά των ανθρωπίνων κοινωνιών. Χωρίς αυτήν, όπως και χωρίς την καρδιά, δεν μπορεί να υπάρξει λογική στη ζωή. Σήμερα, όπως και στο παρελθόν, υπάρχουν πολλές διαφορετικές θρησκείες, διότι η έκφραση της σχέσης του ανθρώπου με το άπειρο, με το Θεό ή τους Θεούς, ποικίλλει ανάλογα με τις εποχές και το επίπεδο ανάπτυξης των διαφόρων λαών. Εντούτοις, από την εποχή της εμφάνισης του λογικού ανθρώπου δεν υπήρξε καμία κοινωνία που θα μπορούσε να ζήσει ή έχει ζήσει χωρίς τη θρησκεία. [9]
Η πίστη στο υπερβατικό δεν συνίσταται σε μια πεποίθηση, εμπιστοσύνη ή στην επιτυχία επίτευξης κάποιων πραγμάτων που ελπίζουν οι άνθρωποι, αλλά σε ενέργειες που απορρέουν από τον προσδιορισμό της θέσης τους στον κόσμο. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η πίστη δεν συνδέεται με την ωφελιμιστική αντίληψη της ανταμοιβής μιας δραστηριότητας σε μια επόμενη ζωή, αλλά είναι συστατικό στοιχείο της έλλογης ανθρώπινης φύσης, η οποία δρα ελεύθερα, απαγκιστρωμένη από κατηχητικού χαρακτήρα θρησκευτικές διδασκαλίες. Πρόκειται, συνεπώς, για μια σχετικιστική αντιμετώπιση του θρησκευτικού φαινομένου, καθώς η συνειδητή επιλογή της θέσης του ατόμου στον κόσμο από το ίδιο συνεπάγεται ότι το βίωμα της πίστης πραγματώνεται με διαφορετικό τρόπο σε κάθε υποκείμενο. Πίστη και θρησκεία είναι σχεδόν ταυτόσημες έννοιες αφού αμφότερες αναφέρονται στο ίδιο φαινόμενο: στην πρώτη περίπτωση βιώνεται εσωτερικά ως η «συνειδητή σχέση του ανθρώπου με το άπειρο σύμπαν», ενώ στη δεύτερη παρατηρείται εξωτερικά ως ένα σύνολο από ηθικούς κανόνες [10].
Η αρνητική στάση του Τολστόι απέναντι στη βία –στο όνομα της θρησκείας που η κανονιστική της φύση καθορίζεται από ένα σύνολο κρυσταλλωμένων κι απαράβατων καθηκόντων– φανερώνει την επιθυμία του για προάσπιση της θρησκευτικής διαλογικότητας όπου δεν θα διαχωρίζονται τα «ορθά» δόγματα και πεποιθήσεις από τα «παρεκκλίνοντα» [11]. Αποδέχεται το Χριστό ως Θεό και τη διδασκαλία του ως θεϊκή. Ο σεβασμός, από την άλλη πλευρά, των θεσπίσεων που οδηγούν το άτομο στη συνειδητή αποχή από τη βία και το κακό –ακόμα και αν έχει υποστεί βλάβη από τρίτους– καθώς και η μομφή της διάταξης του Μωσαϊκού Νόμου «οδόντα αντί οδόντος» κατέχουν κεντρική θέση στη σκέψη του. Παρόλα αυτά, η υιοθέτηση του λόγου του Χριστού εγείρει κοινωνικοπολιτικά ζητήματα: συνεπάγεται, αναφέρει ο Τολστόι, την άρνηση συμμετοχής σε κάθε είδους αστική οργάνωση –στρατιωτική, δικαστική, κυβερνητική και πρωτίστως, οικονομική– που συνδέεται με εξουσιαστικές επιθυμίες και φαινόμενα, όπως σφαγές και πολέμους, φαινόμενα ασύμβατα με την ανθρώπινη ευτυχία [12]. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον Τολστόι ως έναν άνθρωπο της επίγειας σφαίρας: η εμμένειά του αναζητά την απόλυτη ευτυχία στον αισθητό κόσμο, από τον οποίον δεν ξεφεύγει ποτέ. Επιδιώκει τη σαφήνεια και τη λογική στην αίσθηση, την ισότιμη σχέση μεταξύ έλλογης δραστηριότητας και συναισθηματικής επικοινωνίας. Δεν αρκείται στο μερικό και δημιουργεί προς όφελος μιας ουτοπίας του διαλεκτικά καθολικού. Όπως αναφέρει ορθά ο Τσβάιχ, η φαντασία του είναι «δεμένη με τη γη» και συνδιαλέγεται με «τη συνηθισμένη γνώση της ανθρωπότητας» [13].
Οι αισθητικές του απόψεις ισορροπούν μεταξύ ενός άκρατου σχετικισμού κι ενός δογματισμού που φανερώνεται ως ο φορέας μιας υπερβατικής αλήθειας. Δεν είναι εραστής της Τέχνης, αλλά πολέμιος του διδακτισμού. Αποζητά τη μη διαμεσολαβημένη πρόσληψη του έργου τέχνης από τον πιο απλό χωρικό –τον πιο ταπεινό τιμητή της υπαίθρου– υπάγοντάς το στην ηθική κρίση του τελευταίου. Το έργο τέχνης δεν πρέπει να υποτάσσεται σε θρησκευτικούς κανόνες ούτε ο σκοπός του έγκειται στην εξυπηρέτηση συγκεκριμένων πολιτικών σκοπιμοτήτων. Η τολστοϊκή αισθητική θεωρία, ωστόσο, προσφέρει έναν άκαμπτο διαχωρισμό της τέχνης σε «καλή» και «κακή». Ο δυϊσμός αυτός εκφράζεται μέσω της ηθικής κρίσης που είτε θα αποδεχτεί είτε θα απορρίψει ένα έργο τέχνης. Η «καλή» τέχνη είναι ετεροτελική – διαποτίζει τους αποδέκτες με «καλά», ηθικά και χριστιανικά ιδεώδη – ενώ η «κακή» φέρει μέσα της το σκοπό της διεγείροντας αισθήματα για χάρη της διέγερσης. Στη δεύτερη περίπτωση ενισχύεται η πνευματική στέρηση εντός της σύγχρονης αστικής ζωής, ενώ υπονομεύεται η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων και η ένωση με το Θεό. Σε αυτή την κατηγορία της σύγχρονης τέχνης, ο Τολστόι εντάσσει τα βιβλία του Πόλεμος και Ειρήνη και Άννα Καρένινα, τον Μπετόβεν και τον Σαίξπηρ, καθώς αποτυγχάνουν να μεταδώσουν ηθικά συναισθήματα. Κατά τούτο, φαίνεται πως αποστασιοποιείται από τους βασικούς χαρακτήρες των πρώιμων μυθιστορημάτων του όπου δεν είναι εφικτή η θεμελίωση ηθικής, θρησκευτικής και συνάμα λογικής αλήθειας [14].
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Leo Tolstoy, My Religion, Scriptoria Books, Αριζόνα, 2014, σ. 112-113.
2. Leo Tolstoy, Confession, Νέα Υόρκη, W. W. Norton & Company, 1983, σ. 15.
3. Ό.π., σ. 43.
4. E.B. Greenwood, Tolstoy: The Comprehensive Vision, Λονδίνο, J. M. Dent & Sons Ltd, 1975, σ. 147.
5. Leon Tolstoi, Τι είναι θρησκεία, μτφρ. Μ Βελούδος, Ν. Στασινόπουλος, Αθήνα, PRINTA, 2003, σ. 119.
6. Ό.π., σ. 28-29.
7. Ό.π., σ. 9-10.
8. Ό.π., σ. 15.
9. Ό.π., σ. 23.
10. Ό.π., σ. 38-39.
11. Leo Tolstoy, Confession, ό.π., σ. 86.
12. Leo Tolstoy, My Religion, ό.π., σ. 10-11.
13. Στέφαν Τσβάιχ, Λέων Τολστόη, Αθήνα, Γκοβόστη, σ. 52-53.
14. Andrew D. Kaufman, Understanding Tolstoy, Οχάιο, The Ohio State University Press, 2011, σ. 21-22.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]