Κοιτούσε ώρα πολλή το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, ώσπου στο κέντρο μιας μεγάλης γυαλιστερής μπάλας, είδε να καθρεφτίζεται το πρόσωπο του. Ήταν μία ασημένια μπάλα κάπως κωμικά παράταιρη με τα άλλα πιο διακριτικά στολίδια. Τη θυμάται που στόλιζε το δέντρο των παιδικών του χρόνων, εκείνο που με τόση φροντίδα έστηνε και στόλιζε η μάνα του και του έκανε, η έρμη, τεμενάδες κάθε φορά να τη βοηθήσει λίγο, έστω να βάλει το αστέρι στην κορφή που δεν έφτανε. Μα αυτός προτιμούσε να μένει μέχρι το μεσημέρι κάτω από τα ζεστά σκεπάσματα. Δε σηκωνόταν παρά μόνο όταν ο στολισμός είχε πια τελειώσει και τον ίδιο τον είχε κόψει η πείνα, για να ρίξει στο έλατο μια υποτιμητική ματιά που συχνά συνοδευόταν με τη φράση «Α ρε μάνα» για να εκφράσει τη δυσαρέσκεια του για το αποτέλεσμα του χριστουγεννιάτικου διάκοσμου. Και να ήταν μόνο ο μικροαστικός στολισμός… Ποτέ δεν ήταν ικανοποιημένος με όσα έκανε η μάνα του. Αν εξαιρέσεις κάνα δύο αγαπημένα φαγητά, που ομολογούσε ότι η μάνα του τα έφτιαχνε καλά, όλα τα άλλα δεν ήταν δα και τίποτα εξαιρετικό. Άσε που είχε κάποια χούγια εξόχως ενοχλητικά. Ειδικά εκείνη η μανία της να τον ψάχνει και να τον ρωτά τι κάνει και που βρίσκεται. «Που να βρίσκομαι ρε μάνα;» απαντούσε μες στα νεύρα και η φωνή σώπαινε συνήθως ή κάποιες μέρες, σπάνια, που τον πετύχαινε στις καλές του του λέγε σιγά, απολογούμενη για το θράσος της, «Με ξέχασες γιέ μου». Σήκωσε το ακουστικό και σχημάτισε τον αριθμό του πατρικού σπιτιού του. Ένα ηχογραφημένο μήνυμα τον προέτρεψε να ελέγξει τον αριθμό που πληκτρολόγησε, γιατί δεν αντιστοιχούσε σε συνδρομητή. Έκλεισε το τηλέφωνο και πληκτρολόγησε τελετουργικά το ίδιο νούμερο, έτσι για να ξεπληρώσει κάπως όλα εκείνα τα τηλεφωνήματα που δεν έκανε όσο η μάνα του ζούσε.
Πρώτη δημοσιευση. Το Φρέαρ δημοσιεύει και φέτος τις χριστουγεννιάτικες ιστορίες σας. Δείτε τις λεπτομέρειες εδώ και στείλτε μας τη δική σας.