Κοιμάσαι. Ένα κάλπικο όνειρο ονειρεύεσαι. Όταν η προειδοποιητική σειρήνα της κατάψυξης κουδουνίζει μες τη νύχτα, ένδειξη πως άνοιξαν για τα καλά της κόλασης οι πύλες. Ήρθε η ώρα! λένε οι φωνές. Ονειρεύεσαι. Ότι ακέφαλα κοτόπουλα, σπάλες και λαιμοί, στήθη, κότσια και κοιλιές επιχειρούν απεγνωσμένη απόδραση απόψυξης, την αρτιμέλειά τους διεκδικώντας να πάρουν πίσω.
Ονειρεύεσαι. Ότι αποφασίζεις να κάνεις κι εσύ μια ηρωική έξοδο, αλλά δεν έχεις χέρια, δεν έχεις πόδια. Μπάσταρδο σε φωνάζουν. Λαθροτέτοιο σε ξεφωνίζουν. Αδερφή σακατεμένη σε κράζουν. Πρεζόνι ξεγραμμένο. Ζ ω ή α ν ά ξ ι α ν α τ η ζ ε ι ς, σου πετάνε στη μούρη –γράμμα γράμμα. Γεγονός τετελεσμένο. Κρίμα που δεν μπόρεσε να γίνει… Αιωνία η λήθη του και άλλα παρόμοια, λένε.
Κάθε μέρα, χειμώνα καλοκαίρι, τα καράβια χαιρετάς που φεύγουν φωτισμένα, κουκουβισμένος με τις ώρες πάνω σε μια κίτρινη μπίντα του λιμανιού. Αταξίδευτος ταξίδια ονειρεύεσαι. Και σαν πέσει η νύχτα, όταν το λαβωμένο σώμα σου βαραίνει από την πολλή την ελαφρότητα των άλλων, με την αρμύρα κολλημένη πάνω σου, με τη θάλασσα μέσα σου, παίρνεις τον δρόμο του γυρισμού ντυμένος τα ρετάλια της γυμνότητάς σου, και μια σακούλα ψαροκόκαλα για τις γάτες της γειτονιάς που νιαουρίζουνε στα πόδια σου. Κι έπειτα στο ανήλιαγο δυάρι της Δραπετσώνας να χωθείς και να χαθείς. Με λίγη θάλασσα μέσα σου. Για μια ακόμα μέρα. Ένα ξεχασμένο νησί που περιμένει τον ναυαγό του.
Η πόρτα κλείνει και σκοτεινιάζει το δωμάτιο. Ζαλίζεσαι. Ξαπλώνεις κι ονειρεύεσαι. Ότι δυο χέρια μαζεύουν από το πάτωμα τις κουβέρτες και απαλά σε σκεπάζουν. Την αρτιμέλεια που σου έκλεψαν όταν ήσουνα παιδί ονειρεύεσαι. Γυρίζεις πλευρό. Τίποτα ακόμα δεν έχει χαθεί –ονειρεύεσαι.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Έργο: Jan van der Zee. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]