frear

Αχμάτοβα. Ένα μνημείο πόνου, περηφάνιας, θάρρους – της Ξένια Μενσίκοβα

Mετάφραση: Γιώργος Καρτάκης

Το έργο της υπήρξε στη Σοβιετική Ένωση απαγορευμένο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σήμερα όλο και περισσότεροι Ρώσοι ενδιαφέρονται για την Άννα Αχμάτοβα. Η ποίησή της αποτελεί τεκμήριο ανεξαρτησίας και αντίστασης.

«“Απόδειξη ότι η ζωή είναι αδύνατη” (Κάφκα). Πολύ επίκαιρο, πάρα πολύ επίκαιρο». Αυτές οι γραμμές προέρχονται από τις σημειώσεις της Άννας Αχμάτοβα (1889-1966). Τι ζωή είναι δυνατή μετά τις καταστροφές του 20ού αιώνα; Πώς μπορούμε εμείς –οι απόγονοι της γενιάς των θυμάτων του Χίτλερ και του Στάλιν– να διατηρήσουμε τη μνήμη εκείνων των γεγονότων, να δημιουργήσουμε νοηματικές συνδέσεις μεταξύ εκείνων των χρόνων και των δικών μας; Για μας στη Ρωσία, κάτι τέτοιο είναι αδύνατο χωρίς την Αχμάτοβα. Η ποίησή της κρατά ζωντανή τη θαρραλέα αντίσταση κατά της λήθης, κατά της ανθρώπινης ωμότητας, αλλά και κατά της πολιτιστικής ασυνέχειας.

Στη σημερινή πολιτιστική σκηνή, μεταξύ των διανοουμένων της Ρωσίας, στίχοι της Αχμάτοβα αναφέρονται συνεχώς: σε αφίσες εκθέσεων και συναυλιών, σε συναντήσεις με καλλιτέχνες, σε δημόσιες τελετές, για παράδειγμα, στις εκδηλώσεις τιμής των θυμάτων του Σταλινισμού. Παντού, όπου υπάρχουν εκδηλώσεις μνήμης για γεγονότα του 20ού αιώνα ακούγεται η φωνή της Αχμάτοβα.

Οι σύγχρονοί της θυμούνται ότι οι μητέρες και οι γιαγιάδες τους, των οποίων οι περιοχές κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου εκκενώθηκαν, πήραν μαζί τους τη ραπτομηχανή και μια συλλογή ποιημάτων της Αχμάτοβα. Τι «άκουσαν» οι άνθρωποι στην ποίηση της, τι βρήκαν στους στίχους της που τους αφορά; Γιατί η Αχμάτοβα παραμένει και σήμερα η πιο πολυδιαβασμένη Ρωσίδα ποιήτρια του 20ού αιώνα; Σαφώς, δεν μπορώ να απαντήσω εξαντλητικά σ΄αυτό το ερώτημα ‒θα ήθελα, ωστόσο, να μοιραστώ κάποιες εντυπώσεις που κέρδισα ως συνεργάτης του μουσείου Αχμάτοβα στην Αγία Πετρούπολη.

Στο μουσείο άρχισα να δουλεύω το 2008, τελευταίο έτος των σπουδών μου. Φυσικά, εκείνη την εποχή γνώριζα ήδη για τους συγγενείς που δολοφονήθηκαν στα σταλινικά στρατόπεδα. Ωστόσο, μόνο μέσω της δουλειάς μου στο μουσείο συνειδητοποίησα την έκταση αυτής της τραγωδίας στη Ρωσία και τους γειτονικούς λαούς καθώς και την επίδραση αυτής της πλευράς της ρωσικής ιστορίας στην οικογένειά μου ‒μόνο όταν βυθίστηκα στη μοίρα αυτής της γενιάς μέσα από την ποίηση της Αχμάτοβα.

Ο συγκεκριμένος χώρος άρχισε να λειτουργεί ως λογοτεχνικό μουσείο μνήμης το 1989, έναν αιώνα μετά τη γέννηση της ποιήτριας, αποτελώντας έτσι το πρώτο μουσείο στη Ρωσία, το οποίο αναφέρεται στην εξιστόρηση της ζωής των ρώσων διανοουμένων υπό τις συνθήκες του Ολοκληρωτισμού. Εξαρχής υπήρξε τόπος συνάντησης των διανοουμένων της Πετρούπολης. Ακόμα και σήμερα το επισκέπτονται άνθρωποι, που γνώριζαν προσωπικά την Αχμάτοβα. Όμως, ο κύκλος των επισκεπτών αυξάνει συνεχώς και κάθε χρόνο έρχονται περισσότεροι νέοι άνθρωποι.

Οι νέοι δεν έρχονται μόνο, για να δουν τα σιντριβάνια στην αυλή του ανακτόρου Σερεμέτγιεφ, όπου η Αχμάτοβα πέρασε ένα μεγάλο μέρος της ζωής της ‒35 χρόνια‒ αλλά και για να μάθουν κάποια πράγματα γύρω την προσωπικότητα μιας ποιήτριας, που έζησε σε μια καταστροφική για τη Ρωσία εποχή. Πολλοί λένε ότι με την Αχμάτοβα συνδέουν διαισθητικά την πνευματική δύναμη, την ανεξαρτησία και την εσωτερική ελευθερία, πράγματα που λείπουν από τη δημόσια ζωή, και ότι το μουσείο τους ενθαρρύνει να αναζητήσουν αυτές τις αξίες στην ποίησή της. Πολλοί έρχονται συχνά, και σε εκδηλώσεις και συναντήσεις, στις οποίες συνεχίζεται με γόνιμο τρόπο ο διάλογος ανάμεσα στο παρόν και την εποχή της Αχμάτοβα.

Αυτή η σύνδεση –η συνύφανση‒ της ζωής με την ιστορία ήταν για την Αχμάτοβα σημαντική: «Γεννήθηκα τη χρονιά που χτίστηκε ο Πύργος του Άιφελ, που κυκλοφόρησε η σονάτα Κρόιτσερ του Τολστόι, που γεννήθηκαν ο Τσάρλι Τσάπλιν, η Χιλιανή ποιήτρια Γκαμπριέλα Μιστράλ και ο Αδόλφος Χίτλερ.

Αχμάτοβα ‒το καλλιτεχνικό της όνομα‒ είναι το επώνυμο της γιαγιάς της. Ήδη από τις πρώτες ποιητικές της συλλογές, Βράδυ (1912) και Χάντρες προσευχής (1914), με τις οποίες έγινε γνωστή, κριτικοί και αναγνώστες ήταν της γνώμης: «Στους στίχους της ηχούν λέξεις παλιές, με τρόπο νέο και διαπεραστικό». Τα ποιήματα στις πρώτες συλλογές της Αχμάτοβα ‒γύρω από το «αιώνιο» θέμα του έρωτα‒ προξενούν έκπληξη για την αμεσότητα, με την οποία μιλά για τα συναισθήματά της, την καθαρότητα των εικόνων και το κρυφό δράμα.

Στη Σοβιετική Ένωση τα ποιήματά της ήταν απαγορευμένα

Κατά τη διάρκεια της ζωής της η Αχμάτοβα κέρδισε παγκόσμια αναγνώριση: μετά το 1915 τα ποιήματά της μεταφράστηκαν σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες και, στη δεκαετία του 1920, στα Ιαπωνικά. Το 1964 της απονεμήθηκε το διεθνές βραβείο Αίτνα Ταορμίνα στην Ιταλία και το 1965 το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης της απένειμε τιμητικό διδακτορικό τίτλο.

Στη Σοβιετική Ένωση, όμως, τα ποιήματά της έμειναν απαγορευμένα πολύ καιρό. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, το Κομμουνιστικό Κόμμα εξέδωσε ανεπίσημη εντολή: «Να μην εκδίδονται μεν ποιήματα της, όμως η ίδια να μη συλληφθεί». Η Αχμάτοβα έγραψε αναφορικά με αυτό: «Ήμουν περιορισμένη στους καλύτερους τοίχους». Μέχρι το 1940 δεν κυκλοφόρησε κανένας στίχος της. Μόνο κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου θεωρήθηκε από τις αρχές εθνική ποιήτρια εξαιτίας της συλλογής Άνεμος πολέμου. Η Αχμάτοβα έγραψε τους πρώτους στίχους αυτής της συλλογής κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Λένινγκραντ: «…σαν για ένα κομμάτι ψωμί η βοή ανεβαίνει μέχρι τον έβδομο ουρανό…».

 

Το φθινόπωρο του 1941 μεταφέρθηκε στην Τασκένδη, όπου το 1943 κυκλοφόρησε η νέα της ποιητική συλλογή Επιλογή. Το 1946, ωστόσο, οι σοβιετικοί ηγέτες την διέγραψαν από το corpus της ρωσικής λογοτεχνίας χαρακτηρίζοντάς την παρακμιακή.

Ήδη από τότε, τα ποιήματά της ήταν για πολλούς ζωτικής σημασίας. Στο μουσείο φυλάσσεται ένα μοναδικό έκθεμα, το οποίο τεκμηριώνει αυτήν την άποψη: ένα βιβλιαράκι μικρότερο από παλάμη. Αποτελείται από επτά σελίδες από φλοιό σημύδας με τα πρώτα ποιήματα της Αχμάτοβα. Το είχε φτιάξει μια φυλακισμένη στο Γκουλάγκ, της οποίας ο άντρας είχε εκτελεστεί ως «εχθρός του λαού». Αργότερα, ένας συγγενής της το παρέδωσε στην Αχμάτοβα λέγοντας: «Τα ποιήματά σας την κράτησαν ζωντανή στη φρίκη του στρατοπέδου και την προφύλαξαν να μη χάσει τα λογικά της».

Στην Σοβιετική Ένωση, κατά την περίοδο του Στάλιν, μπορούσε καθένας να συλληφθεί και να καταδικαστεί σε φυλάκιση «ως εχθρός του λαού» ή να εκτελεστεί. Σε συζητήσεις με φίλους, η Αχμάτοβα απαντούσε στην ερώτηση «Γιατί συνέλαβαν αυτούς τους ανθρώπους;» με θυμό: «Γιατί; Για ποιο λόγο; Δεν ξέρετε ότι οι άνθρωποι στη χώρα μας συλλαμβάνονται έτσι απλά;»

Οι αναγνώστες αντιλαμβάνονταν και αντιλαμβάνονται την ποίηση της Αχμάτοβα ως έκφραση εξαιρετικού θάρρους, ως απόπειρα αντίστασης στα ψέματα της εξουσίας και τον περιορισμό. Στο μυαλό όσων τους απασχολεί η ιστορία, το όνομα Αχμάτοβα συνδέεται άρρηκτα με το μεγαλείο και την τραγωδία του εικοστού αιώνα – με την επανάσταση, τον φόβο, τους πολέμους.

Η τραγωδία εκατομμυρίων αντικατοπτρίζεται επίσης στην τύχη της ποιήτριας: την εκτέλεση του πρώτου συζύγου της, τις έρευνες του σπιτιού της, τις συλλήψεις και την φυλάκιση συγγενών και φίλων, την πείνα και την αγωνία, την απόλυτη μοναξιά, την λογοτεχνική και πολιτισμική απομόνωση, την ανηλεή λογοκρισία και την συνεχή παρακολούθηση. Τον Οκτώβριο του 1935, όταν ο τρίτος της σύζυγός και ο γιος της συνελήφθησαν μπροστά στα μάτια της, η Αχμάτοβα άρχισε να γράφει το Ρέκβιεμ: «Στο μνήμα ο άντρας, φυλακισμένος ο γιος. Προσευχηθείτε για μένα για το έλεος του Θεού!»

Οι σοβιετικοί δεν κατέστρεψαν μόνο ανθρώπους, αλλά και τις μνήμες που αφορούν αυτούς τους ανθρώπους. Η Αχμάτοβα προσέφερε στις αδύνατες σκιές τους ένα τελευταίο καταφύγιο, υπερασπίστηκε και δικαιολόγησε τους δολοφονημένους, τα ποιήματά της αντικατοπτρίζουν όλες εκείνες τις καταστροφές του εικοστού αιώνα που έπληξαν τη χώρα και το λαό της.

Ενώ το ραδιόφωνο, η τηλεόραση και οι εφημερίδες διακήρυσσαν το κομμουνιστικό μέλλον, την ηλεκτροδότηση και την εκβιομηχάνιση της Σοβιετικής Ένωσης, τα έργα της Αχμάτοβα, ειδικά το Ρέκβιεμ, το Ποίημα χωρίς ήρωα, το Στεφάνι πένθους και η Μίμηση του Κάφκα, παρουσίαζαν την σοβιετική πραγματικότητα και τα θύματά της. Απετέλεσαν από μόνα τους ένα ιδιαίτερο αναμνηστικό τελετουργικό: «Θα ήθελα να τους καλέσω όλους με τα ονόματά τους, αλλά έχουν πάρει τις λίστες, και δεν μπορούμε να τα μάθουμε πουθενά». Το πρώτο μέρος της φράσης είναι σήμερα χαραγμένο στο μνημείο για τα θύματα του σταλινισμού στην Πετρούπολη.

Η Λύντια Χουκόβσκαγια, στενή φίλη της ποιήτριας, γράφει στο βιβλίο της Σημειώσεις για την Άννα Αχμάτοβα: «Η μοίρα της Αχμάτοβα δεν αφορά μόνο την ίδια – μπροστά στα μάτια μου είδα να γιγαντώνεται από αυτήν την αδύναμη και πονεμένη μορφή, ένα μνημείο θάρρους, υπερηφάνειας και αντίστασης.»

Ο Αχμάτοβα έγραψε για την τρέλα, στην οποία έπεσε η Ευρώπη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου: «Χαρακώματα, χαρακώματα, σ’ αυτόν τον λαβύρινθο χάνεται κανείς! Από την παλιά Ευρώπη απόμειναν μόνο ξέφτια.» Προσπάθησε να αναπαράγει το διχασμό και τον παραλογισμό των γεγονότων με πρότυπο τον φανταστικό ρεαλισμό του Ε. Τ. Α. Χόφμαν. Στις ποιητικές της συνθέσεις και σε μερικά από τα μεμονωμένα της ποιήματα ακολουθεί την δική του παράδοση, αναμειγνύοντας και φέρνοντας αντιμέτωπους τους χρόνους και τους χώρους, το όνειρο και την πραγματικότητα. Οι εικόνες από τη γερμανική λογοτεχνία την βοηθούν να εκφράσει τη σχέση της με τη ζωή και την ιστορία.

Η Αχμάτοβα είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τον Κάφκα. Τον έβλεπε δίπλα στον Τζόυς και τον Προυστ ως μια από τις τρεις γιγάντιες μορφές, στις οποίες στηρίζεται η λογοτεχνία του 20ού αιώνα. Για τη σύνθεσή της «Ποίημα χωρίς ήρωα», έλεγε: «Πρόκειται για μια μεγάλη ‒σαν σύννεφο καταιγίδας‒ σκοτεινή συμφωνία πάνω απ΄την τύχη μιας γενιάς και τους καλύτερους εκπροσώπους της, για όλα όσα μας έπληξαν. Γιατί εμάς μας έπληξε το απίστευτο. Αυτό το ποίημα ηχεί πέρα απ΄το χρόνο, όπως Η Δίκη του Κάφκα, όπως ο ίδιος ο χρόνος. Μια τέτοια μοίρα δεν είχε ως τώρα καμιά άλλη γενιά …»

Διαβάζοντας τα μυθιστορήματα, τα διηγήματα και τα ημερολόγια του Κάφκα ‒στα Αγγλικά, γιατί δεν καταλάβαινε Γερμανικά‒ επαναλάμβανε συνεχώς: «Έγραφε για μένα, για μένα!». Και: «Είχα την αίσθηση, ότι κάποιος με είχε πάρει από το χέρι και με είχε σύρει μέσα στα πιο τρομακτικά όνειρά μου». Κάποιες φορές μάλιστα συνέκρινε τα γεγονότα που συνέβαιναν στη ζωή και τη χώρα της με το μυθιστόρημα «Η Δίκη» του Κάφκα: «Ο ήρωας του μυθιστορήματος οδηγείται έτσι απλά σε εκτέλεση και όλοι το βρίσκουν εντάξει». Η Αχμάτοβα συνοψίζει σε ποιήματα που ονομάζει «Μίμηση του Κάφκα», την τραγωδία του δικού της πεπρωμένου, την παραδοχή της δικής της ενοχής και συνυπευθυνότητας για την φρίκη του 20ού αιώνα.

Ο Μπόρις Παστερνάκ, ποιητής και σύγχρονος Αχμάτοβα, έλεγε για την ποίησή της: «Στις απεικονίσεις της υπάρχουν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά και οι λεπτομέρειες, που μετατρέπουν το χρόνο σε μια ιστορική εικόνα του κόσμου». Η ποίηση της Αχμάτοβα καταθέτει μια σαφή αίσθηση της εποχής. Όσοι διαβάζουν τα ποιήματά της αρχίζουν να συνειδητοποιούν το δικό τους μερίδιο στην ιστορία και τον πολιτισμό και να γνωρίζουν την ευθύνη τους για τα γεγονότα.

[Η Ξένια Μενσίκοβα γεννήθηκε το 1986 στην Αγ. Πετρούπολη. Έχει σπουδάσει Μουσειολογία και εργάζεται στο Μουσείο Αχμάτοβα. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην γερμανική εφημερίδα Die Zeit, 1.10.2018.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη