Ήταν ολοφάνερο πως το κορίτσι είχε κάποιο πρόβλημα: καθόταν ήσυχη, με το κεφάλι ένοχα κατεβασμένο, ενώ τα μάτια της κινούνταν αδιάκοπα δεξιά κι αριστερά, σαν χαλασμένες βελόνες. Το μαγαζί ήταν ακόμη άδειο. Οι μουσικοί κάπνιζαν, πάσχιζαν να βολέψουν τα σκαμπό σε μια γωνία, έπαιζαν με τους διακόπτες του ενισχυτή, ρύθμιζαν το ύψος του μικρόφωνου, κούρδιζαν χαμηλόφωνα τα όργανα κοιτώντας κάθε τόσο τα ρολόγια τους. Από την κουζίνα δραπέτευαν μυρωδιές ψητού, οι σερβιτόροι χωρίς ιδιαίτερη βιασύνη μπαινόβγαιναν σπρώχνοντας με τον ώμο τα φύλλα της πόρτας. Σε κάθε άνοιγμα τούς ακολουθούσε μια κορδέλα ατμού, φορτωμένη ταγγισμένες μυρωδιές και ακαθόριστες ομιλίες, προσταγές και οικείους θορύβους από κατσαρολικά, ποτήρια και μαχαιροπήρουνα ζεστά, που έβγαιναν απ’ το πλυντήριο για να παραταχθούν το ένα δίπλα στο άλλο, σαν ετοιμοπόλεμο στράτευμα.
Η μικρή καθόταν αμίλητη στη μέσα μεριά του τραπεζιού, ανάμεσα στη μάνα της και σ’ έναν γέρο που έσκυβε συχνά πυκνά και της ψιθύριζε στο αφτί. Σχηματίζονταν τότε στα μάγουλά της δυο μεγάλοι κατακόκκινοι λεκέδες, που απλώνονταν σχεδόν μέχρι τα αφτιά κι έμοιαζε να μαζεύεται, να κρύβεται ολόκληρη μες στις φτερούγες της, σαν τα πουλιά. Βαστούσε και με τα δυο της χέρια ένα ποτήρι κρασί κι όποτε βρισκόταν σε αμηχανία έπινε μια-δυο γουλιές, με το κεφάλι πάντοτε κατεβασμένο και τους βολβούς των ματιών της σε διαρκή κίνηση. Υπό μια συγκεκριμένη γωνία, έτσι όπως την έβλεπα λοξά απέναντί μου, έμοιαζε όμορφη: ολόλευκη, με λεία επιδερμίδα, λιγάκι παχουλή μα θελκτική, με δυο μαύρες σφιχτές μπούκλες να της πλαισιώνουν ωραία το πρόσωπο, σαν τη Σωτηρία Λεονάρδου στο Ρεμπέτικο.
Είχε περάσει η ώρα και το μαγαζί ήταν γεμάτο όταν αποφάσισα να πάω στην τουαλέτα. Πέρασα δίπλα από τη δίφυλλη πόρτα της κουζίνας και κατεβαίνοντας μερικά σκαλιά στο μισοσκόταδο έφτασα σ’ ένα χώρο που μύριζε ούρα και χλωρίνη. Στάθηκα μπροστά στους υπόλευκους νιπτήρες, έφτιαξα τον γιακά του πουκαμίσου μου, πήρα με τις χούφτες λίγο νερό και πέρασα τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά μου. Δεν θα είχαν περάσει περισσότερα από δυο λεπτά, όταν την άκουσα να κατεβαίνει. Φάνηκε πρώτα το πόδι της. Ανοίγοντας το σκοτάδι σαν μεγάλο φερμουάρ, το διασκέλισε αθόρυβα και βρεθήκαμε να κοιταζόμαστε μέσα από τον πελώριο καθρέφτη του wc.
Λοξά επάνω στα μάγουλά της έπεφτε ένα πράσινο φως, που χάριζε στην όψη της μια λάμψη εξωκοσμική κι έδιωχνε μακριά την υποψία μου πως κάτι ήταν στραβό. Δεν αντιστάθηκε όταν την έσπρωξα στον τοίχο. Έβαλα τα χέρια μου μέσα από τη μπλούζα της κι άρχισα να τη φιλάω στον λαιμό. Ήταν ζεστή, μύριζε γάλα όπως τα μωρά και το δέρμα της δίπλωνε ελαφρά κάτω απ’ το στήθος και στην πλάτη, ακριβώς εκεί που τελείωνε το κούμπωμα του σουτιέν. Ζεστά και κατακόκκινα, τα μάγουλά της ακτινοβολούσαν και σε κάθε μου προσπάθεια να βρω το στόμα της, σηκωνόταν στις μύτες των ποδιών για να μικρύνει την απόσταση. Δεν της ξέφευγε παρόλ’ αυτά ούτε μία κουβέντα.
Μετά από λίγο, έφυγα τρέχοντας. Προτού αναδυθώ και πάλι στη θορυβώδη αίθουσα, πρόφτασα ν΄ ακούσω δυο τρεις άναρθρες κραυγές. Έμοιαζαν να ‘ρχονται από πολύ μακριά, κοφτές και χαμηλόφωνες, σαν τον μεταλλικό ήχο της κρεμάστρας, που κουνιέται ακόμη μόνη της —γυμνή πίσω από την κλειστή ντουλάπα.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]