Προτρέπω κάθε ποιητή: Γίνε ο αφρός στο δικό σου κύμα. Καταλαβαίνω μέσα στις λέξεις μια μακρινή αγάπη, το ρίγος του πρώτου χώματος. Είδα στο ηλιοκαμένο μου όνειρο ένα μικρό κατακόκκινο καβούρι να παίζει με δυο δαχτυλίδια. Κάποιο υπέρθυρο σα δαντέλα χανόταν στον ουρανό. Καρδιές που ήταν μοναχικά αστέρια ονειρεύονταν στίχους για τη συγχώρεση, την κόρη της ποίησης. Τόσο πολύ πίστευα, που μίλαγα με τον ήλιο χωρίς να ξέρω τη γλώσσα, κι έβλεπα τη ζωή όπως το σύννεφο βλέπει τον ίσκιο του∙ λευκούς τοίχους με μπλε γραμμές παράθυρων και γείσων, αφρόντιστους κήπους παραθαλάσσιων σελίδων, μια μυρωδιά ξεχασμένου φιλιού, λωρίδες γιαλού και αίγαγρους μ’ ένα μολύβι στο μέτωπο −θα μπορούσε να ’ναι η ποιητική της ψυχής. Τα μυστικά των φωνηέντων βρέθηκαν όταν με ’βάλαν στο μελάνι. Νόμος μου το λευκό χαρτί και τα δίκαια μάτια. Η γλώσσα άρχισε με τον πρώτο παφλασμό της θάλασσας. Ξύπνησα με τις σκιές των πληγωμένων χεριών μου, βυθισμένες στην αμμουδιά μιας παρθένας συνείδησης. Κι αν είναι να σωθεί μια λέξη, ας πεθάνω.