frear

Εικαστικά, μουσική, λογοτεχνία: συνδεσμολογίες – του Ιορδάνη Κουμασίδη

Επ’ αφορμή της έκθεσης Η Αλέα των νεκρών ιδεών του Γιώργου Σκυλογιάννη

Ας ξεκινήσουμε με μια αρκετά δυσάρεστη παραδοχή: ενώ διανύουμε την εποχή όπου δηλώνει «καλλιτέχνης» ο μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων παγκοσμίως από καταβολής ανθρωπίνου γένους, αυτή η μεταβολή δεν βρίσκει απαραίτητα την αντιστοίχισή της και σε επίπεδο ποιοτικών χαρακτηριστικών: δεν κρίνω, ασφαλώς, την ποιότητα των παραγόμενων έργων τέχνης αλλά κυρίως τη διάδραση, την αλληλεπίδραση μεταξύ των πεδίων τηςˑ παρατηρούμε και στην Ελλάδα όλο και λιγότερους συγγραφείς —κατ’ αναλογία πάντα—  να παρακολουθούν θέατρο ή σινεμά ή τον χώρο των εικαστικών, όλο και λιγότερους ηθοποιούς να διαβάζουν. Η συζήτηση, λοιπόν, εάν η τέχνη είναι ενιαία, ή, καλύτερα, διαθέτει ενιαίους κανόνες, κι ακόμα περισσότερο το πεδίο της αισθητικής ως κριτικός λόγος περί τέχνης, οπισθοχωρεί ακριβώς την εποχή που την/το έχουμε περισσότερο ανάγκη.

Αιτιολογώ την παραπάνω κατάσταση κυρίως στο δίκοπο μαχαίρι της τεχνολογίας και της διαδικτυακής διάχυσης του έργου τέχνης: μπορεί σήμερα ένας συγγραφέας να προβάλλει το έργο του μ’ ένα blog εάν δεν βρίσκει εκδότη ή να χρησιμοποιεί writing generators, με τα σειρά του ένας artist εάν δεν βρίσκει γκαλερί να φτιάξει online portfolio ή, ακόμα, να μάθει photoshop, ένας μουσικός να διαμοιράσει το έργο του μέσω spotify, my space, youtube, ή να χρησιμοποιεί το cubase ή, ακόμα, και το guitar hero (στην τελευταία περίπτωση μάλλον βαυκαλιζόμενος πως είναι μουσικός). Οι ευκαιρίες διάδοσης του παραγόμενου έργου είναι περισσότερες, όμως πολλοί περισσότεροι είναι και όσοι τις επιχειρούν: μέσα σε αυτό τον τεράστιο, υπερφυσικό διαδικτυακό βόμβο, είναι ακόμα πιο δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τα κείμενα που δημοσιεύονται και διαθέτουν, πράγματι, λογοτεχνικές αρετές, ν’ ανακαλύψει τους ικανούς νέους μουσικούς ή το έργο των εικαστικών. Εδώ ο ρόλος της κριτικής καθίσταται ακόμα πιο σημαντικός, πλην όμως εξασθενημένος για λόγους επίσης σχετικούς με την τεχνολογική έκρηξη. Θέλω να πω πως, εξαιτίας κυρίως της συρρίκνωσης του Τύπου εκλείπουν οι επαγγελματίες κριτικοί λογοτεχνίας, μουσικής, εικαστικών και μετακομίζουν συνήθως —μπίνγκο!— στο διαδίκτυο μαζί με χιλιάδες άλλους που εκφέρουν τη γνώμη τους, επομένως βράζουν στο ίδιο καζάνι με τους καλλιτέχνες, ένας εξαίσιος φαύλος κύκλος! Με άλλα λόγια, η διεύρυνση της δημοκρατικότητας στην τέχνη έχει την θετική και ταυτόχρονα τη ζοφερή της όψη. Η ειρωνεία ως προς τα συμπεράσματα των μελετών της Σχολής της Φρανκφούρτης είναι πασιφανής —δίχως ν’ ακυρώνει την εγκυρότητά τους: οι πομποί των έργων τέχνης έχουν πολλαπλασιαστεί, σε σημείο ν’ αναζητούνται δέκτες.

Θεωρώ πως είναι πρακτικά αδύνατον ο σημερινός αξιολογότατος καλλιτέχνης να είναι αδιάφορος για τα επιτεύγματα στα άλλα πεδία τέχνης: επειδή ο κόσμος έχει γίνει πολυπλοκότερος και διαδραστικός, επειδή οι υβριδικές μορφές τέχνης έχουν κανονικοποιηθεί και, τέλος, επειδή τα δάνεια (συνειδητά και ασυνείδητα) είναι εκ των ων ουκ άνευ. Ωστόσο, τούτο δεν σημαίνει πως αυτή η μορφή διακειμενικότητας καθιστά το έργο τέχνης τελεσίδικα ενδιαφέρον ή αξιόλογο: Με άλλα λόγια, δεν απαιτείται βιβλιογραφία για να ανιχνεύσουμε και να κατανοήσουμε τα δάνεια, τις διακειμενικές και τις δια-αισθητικές αναφορές – σε τέτοιες περιπτώσεις το έργο τέχνης συνήθως καταλήγει στυλιζαρισμένος αχταρμάς: για άλλη μια φορά, πρόκειται για ζήτημα «κουζίνας», το πόσο σωστά έχουν δέσει τα υλικά διαφορετικής προέλευσης δίχως να διαφημίζουν την ανομοιογένειά τους. Τις βαθύτερες διακείμενες τις αναλαμβάνει η εκάστοτε θεωρία.

Η αρχική μου διαπίστωση, βέβαια, δεν πρέπει να μας αποθαρρύνει από το να αναστοχαζόμαστε διαρκώς τις συνδεσμολογίες των ειδών τέχνης, ειδικότερα, στο πλαίσιο της αποψινής συζήτησης, περί εικαστικών, λογοτεχνίας και μουσικής. Θέτω εδώ ορισμένους εναρκτικούς όρους αυτής της συζήτησης: Εξακολουθούμε να ζούμε σε μία κατά βάση οπτική, εικονοκλαστική κοινωνία (μεταξύ άλλων, τούτο αποδεικνύεται από την επέλαση του instagram έναντι social media ή blogs που προωθούν περισσότερο τον λόγο, το κείμενο)ˑ η εικόνα εξακολουθεί να αποτελεί το κυρίαρχο ερέθισμα του περίφημου μέσου ανθρώπου, αδιαμφισβήτητα έναντι του ήχου, πόσο μάλλον των λέξεων, τους άλλους δύο «εταίρους» της σημερινής συζήτησης. Τούτο, ωστόσο, δημιουργεί ένα επιπλέον πρόβλημα στον χώρο των εικαστικών, καθώς υπήρξε το πεδίο που δυσκολεύτηκε περισσότερο απ’ όλους να ξεφύγει από τον ρεαλισμό, την αναπαραστατικότητα. Μάρτυρες αυτής της τάσης η δριμεία κριτική που δέχτηκαν ο εξπρεσιονισμός ή η αφηρημένη τέχνη, την ίδια ώρα που η λογοτεχνία έφτασε ευκολότερα στον γλωσσοκεντρισμό και η μουσική, κάπως δυσκολότερα, στο σπάσιμο της  συνηθισμένης φόρμας (λ.χ. με τον Ξενάκη). Η εικαστική τέχνη έχει να ανταγωνιστεί σήμερα έναν ολοένα και πιο «εικαστικοποιημένο» κόσμο -στην πραγματικότητα, χονδροειδώς (παρα)αισθητικοποιημένο- σε σημείο πρόκλησης σύγχυσης του τι αποτελεί τέχνη και τι όχι.

Είναι εύκολο, ωστόσο, να ισχυριστεί κανείς «η τέχνη είναι ενιαία» ή «οι τέχνες συνδέονται» και να ξεμπερδέψει. Χρειαζόμαστε σημεία επαφής, εξηγήσεις, κοινούς τρόπους, τομές, ενδεχόμενες αντιφάσεις, με λίγα λόγια συνδεσμολογίες. Το τρίπτυχο που θα ορίσει τη συζήτηση περί συνδεσμολογιών, λοιπόν, είναι για μένα: ύφος (προσωπικό, συλλογικό, συνειδητό-ασυνείδητο), νόημα (έναντι παντός είδους συναισθηματισμών αλλά και σε επίπεδο αντιδανείων), φόρμα (κυρίως, οι αμφισβητήσεις της). Κάθε μέρος του τριπτύχου μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τα άλλα δύο σε περιφερειακή σύνδεση με τα τρία πεδία που συζητάμε αλλά και με το σύνολο των παραγομένων έργων τέχνης. Και η αισθητική θεωρία συγκεφαλαιώνει και εξηγεί αυτούς ακριβώς τους μηχανισμούς.


*Ο Ιορδάνης Κουμασίδης είναι πανεπιστημιακός και συγγραφέας. Στη συζήτηση συμμετείχαν επίσης ο μουσικός Μάριος Στρόφαλης, ο συγγραφέας και επιμελητής εκθέσεων Αποστόλης Αρτινός, οι πανεπιστημιακοί Ρεγγίνα Αργυράκη και Γιώργος Σκυλογιάννης.

[Κολάζ: mariko2]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη