στον Άγγελο Μαντά
Δεν τα ‘χω καλώς καμωμένα, ωρέ παιδί.
Όχι, όχι παλιανθρωπιές δεν έχω καμωμένες αλλά, άμα πααίνεις ολοένα με τον σταυρό στο χέρι, τι προκοπή να ιδείς; Με το ζόρι μ’ έστελναν σκολειό. Και σπρώχνοντας το ’βγαλα. Να ξεκόψω από την γιδίλα γύρευα. Και ξέκοψα. Δεν το σκιαζόμουν το χαμαλίκι. Ζαλίκι άφηκα στο χωριό και ζαλίκι βρήκα στην Αθήνα. Παράπονο δεν έχω. Μεσοκόπηκα αλλά δεν στερήθηκα. Ας είναι. Δεν ήμουν κι εγώ σφιχτός μήτε με την γυναίκα μου, μήτε με τα παιδιά μου ‒τυλωθήκαν φροντιστήρια αυτά. Τα υπόλοιπα, δεν βαριέσαι, όσα πάνε κι όσα έρθουν. Με την κρίση αυτά που ’ρθαν μας πήραν και μας σήκωσαν. Αραίωσαν και τα μεροκάματα. Πλάκωσαν και περισσότερο ξεβράκωτοι απ’ εμάς και λιγόστεψε το πράγμα. Δεν έβγαινα πέρα και κομπόδεμα δεν είχα. Το όχημα μου το πήρε η τράπεζα. Πού να πάω στα εξήντα; Και ποιος με παίρνει; Ούτε σύνταξη δεν βγαίνει στο Ταμείο. Πρέπει να ξοφλήσω, λέει, πρώτα και μετά. Ξοφλημένος είμαι, πώς σκατά να ξοφλήσω;
Δόξα τω Θεώ στέκομαι ακόμη στα ποδάρια μου. Τα παιδιά έχουν τα δικά τους σπίτια κι η γυναίκα μου στην αναποδιά πισωπάτησε. Τέτοια είναι αλλά δεν λέω τίποτα να μην κακοκαρδίζω τα παιδιά ‒όσο να πεις, μάνα τους είναι. Αυτή στα δύσκολα γύρισε στη μάνα της. Ε, γύρισα κι εγώ στην δική μου!
Η μάνα μου με καρτέραε ορθή για να διπλώσει, άμα μ’ είδε. Άσ’ τα. Όταν νοιώθει, μου εύχεται όλα του κόσμου τα καλά που την κοιτάω. Όταν είναι άνοιωτη ‒το περσσότερο δηλαδή‒ σηκώνει βρισιές και βλαστήμιες.
Οι προκομμένες οι αδελφές μου, αφόντας έγινε η μοιραή χολώθηκαν και δεν στέργουν να βοηθήκουν. Λες και θα ‘ρχόντουσαν αυτές να κάνουν χωράφι στο χωριό! Εδώ δεν πάω εγώ, που είμαι εδεπά, θα να ‘ρχόντουσαν αυτές να στρεμματίσουν; Έτσι είναι. Όσο ήταν καλά η μάνα και λαβαίναν τις βλέπαμαν. Τώρα που έπεσε καταή, έκοψαν πέρα. Βλέπεις, είναι βαρύ το γεροκόμημα.
Της Βάβως ντιπ ψαχνό δεν της έμεινε. Ένα μάτσο κόκαλα είναι. Πού την βρίσκει την φωνή; Άλλες φορές δοκιέται πως είμαι ο άντρας της κι άλλες ο αδερφός της. Μούντζω τα. Ούτε για κατούρημα δεν πάει μαναχή της. Στα χέρια την γυρνάω κρεβάτι-καμπινέ. Και το φαΐ αλοιφή της το δίνω ‒με τι δόντια να φάει; Αυτή μ’ έχει ταϊσμένο, τώρα την ταΐζω εγώ. Αυτή μ’ έχει ξεσκατισμένο, τώρα την ξεσκατίζω εγώ.
Τι να σιχαθώ ρε; Την μάνα μου που ζάρωσε; Μόνο μη μ’ ανοίξει σκιάζομαι. Ολοένα κρέμες κι αλοιφές της βάνω. Και τα χάπια, χούφτες. Τώρα τελευταία την χαπακώνω εξτρά τα βράδια. Να λαρώσει κι εκείνη, να ησυχάσω κι εγώ ένα τρίμμα. Δεν ξέρω αν κάνω καλά. Ο γιατρός της το ’γραψε ‒το κρίμα στον λαιμό του. Να μην ανησυχώ, λέει, έχει ζωή ακόμη.
Τι να την κάνει τέτοια ζωή, θα μου πεις. Σάματις ξέρω; Εγώ απορώ που δεν της φεύγει η ψυχή. Τα στερνά της να μη μας τύχουν μόνο. Άσε, που εγώ δεν έχω και ποιος να με δει. Ατήραγος θα πάω.
Αλλά και πώς να γίνει; Άμα πεθάνει η γριά, εγώ τι θα γίνω; Από τη σύνταξή της ψευτοζούμε κι οι δυό.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]