ΠΙΟ ΣΚΛΗΡΟΣ ΜΗΝΑΣ
Η Ελένη Κοφτερού έστειλε το 2013 ένα Γράμμα στην γενέθλια πόλη, το 2014 πέρασε από την πύλη του Λάμδα των χελιδονιών, την ίδια χρονιά εξέδωσε ηλεκτρονικά την συλλογή Περί Άνοιξης και άλλων δαιμονίων και φέτος το 2018 στην μνήμη της μητέρας της Γαρυφαλλιάς Σιώμου-Κοφτερού αφιερώνει αυτή την τέταρτη συλλογή με τον ήσυχο τίτλο μία θλίψη απρίλης. Ήδη στην πρώτη σελίδα η προμετωπίδα του Λειβαδίτη: «Ω θλίψη σε μάθαμε από παιδιά/ σχεδόν πριν γνωρίσουμε τον κόσμο» μας εισάγει στην ατμόσφαιρα μίας υπαρξιακής λύπης.
Ερώτηση Πρώτη. Πώς όμως αρχίζει το σκοτάδι;
Ενότητα Α. Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΣΚΟΤΑΔΙΟΥ
Το σκοτάδι αρχίζει από το τέλος. Έξι ποιήματα για το τέλος της μητέρας.
Η μητέρα που μιλούσε την γλώσσα του βουνού, που θα ξαναγυρίσει στην κοίτη της ως αρχέγονη βροχή και ως αγέρας. Τα κοιτάσματα αγάπης, ο αριθμός τηλεφώνου της μητέρας, ένα τηλέφωνο που αντηχεί σε ένα άδειο πια σπίτι. Μια φωτογραφία σε τάφο, μια χρωματιστή στιγμή που διασώζεται, η έγνοια της μάνας για τα παιδιά της ακόμα και μετά τον θάνατο της.
Όμως καθώς πλησίασα/είδα ότι έλειπαν τα μάτια σου./Στραμμένα προς τα πίσω/να βγουν απ’ τη φωτογραφία πάσχιζαν./Έρχονταν καταπόδι μας/γνέφοντας: Να προσέχετε.
Και ο πόνος αγρίμι που ζητά χάδια για να εξημερωθεί. Και η τρυφερότητα, λέξη που έχει κληρονομηθεί από την γεννήτορα, που κουβαλάει μέσα της όλα τα αποθέματα της αγάπης που διδάσκεται.
Η προσωπική θλίψη εκφράζεται με αξιοπρέπεια. Χωρίς μελοδραματισμούς, γοερά δάκρυα και λυγμούς. Είναι η απελπισία της ατάραχης πια λίμνης, η υπόκωφη κραυγή, η καρτερική αντιμετώπιση του τελεσίδικου, που κάνει τόσο σπαρακτική και καθολική αυτή την πρώτη ενότητα. Υπάρχει μία ορφάνια. Όμως μέσα στο ποιητικό υποκείμενο, η αλχημεία έχει ήδη συντελεστεί. Το πένθος έχει μετατραπεί σε ποιητικό χρυσάφι. Αυτός ο μετασχηματισμός έχει γίνει στον δικό του χρόνο και επιτρέπει στην ποιήτρια να αφήνει τις παντόφλες της μαμάς, ολοκαίνουργιες ακόμα, σημάδι ματαιωμένης πτήσης για όσους γεννήθηκαν πουλιά όπως λέει η ίδια, ίχνη στο έδαφος του ποιήματος που οδηγούν τον αναγνώστη κατευθείαν στην καρδιά της θλίψης αυτού του καινούργιου, σκληρού, αφόρετου Απρίλη. Ο υπαινιγμός του χαμού είναι πολύ πιο δραστικός δραματικά από την ίδια την σκηνή της απώλειας.
Ερώτηση δεύτερη. Τι θησαυροί κρύβονται σε ένα σεντούκι σιωπής;
Ενότητα Β.
Δέκα οκτώ ποιήματα. Μυστικά από άλλη εποχή, άλλη ηλικία. Εξομολόγηση, βιωματική ποίηση, μοίρασμα εμπειριών. Μεταφορές, προσωποποιήσεις, έντονες εικόνες που αντλούνται από το σεντούκι των αναμνήσεων. Η αθωότητα, η τρυφερότητα, η εσωτερική ομορφιά. Ένα κοριτσάκι που σπάει με τα δόντια της παγάκια, για να θρυμματίσει τα παιδιά του χειμώνα. Ένα παιδάκι που τρέχει στις σκάλες του σχολείου και στρέφεται πάντα προς την μεριά της λαχτάρας. Η Αγρύπνια, ένας μοχθηρός και κακοήθης γείτονας, από τον οποίο δεν μπορεί κανείς να απαλλαγεί. Αμέτοχο το φεγγάρι στις υποθέσεις του φωτός. Η σιωπή είναι ο χειμώνας των ματιών. Η θεία της μαμάς που έπεσε στο πηγάδι, η φωνή της, φωνή γυναίκας αντηχεί μέσα από τον πάτο του χρόνου. Μόνο η διάσωση αυτής της φωνής στην κιβωτό των στίχων μπορεί να κλείσει την έμφυλη, διαχρονική πληγή. Μία προειδοποίηση στον πατέρα, που αναδύεται κι αυτός από τα βάθη του σεντουκιού της μνήμης, να μην κατέβει ακόμα και αν ανοίξουν οι ουρανοί, γιατί καραδοκούν οι δράκοι και οι βασανιστές ακόμα και νεκροί. Πατέρας και μητέρα, οι δύο γεννήτορες, νεκροί πια αλλά πολύ παρόντες και οι δύο σ’ αυτή την θλίψη Απρίλη, δύο φασματικές μορφές που πλέουν ανάμεσα στους στίχους, ο πόνος της ποιήτριας για τον χαμό τους τους δίνει βράγχια και αναπνέουν. Μέσα στον πιο σκληρό μήνα της Άνοιξης, τον Απρίλη, όπως επιβεβαιώνει και ο Έλιοτ (April is the cruelest month), μέσα στον μήνα που επιλέγει και η Ελένη για την θλίψη της, τα νεογνά των πελαργών χάνουν την φωλιά τους, το πατρικό σπίτι γκρεμίζεται, ο τάφος του πατέρα λεηλατείται. Το ανικανοποίητο, το απρόσιτο, το ανεκπλήρωτο περιχαρακώνουν και ορίζουν την ανθρώπινη ζωή σε ένα υφάλμυρο ενυδρείο, ενώ έξω απλώνεται απέραντη η θάλασσα. Αμείλικτο προβάλλει το δίλημμα, ζωή ή τέχνη; Σφάξε την μία ομορφιά για να πιει το αίμα η άλλη γράφει ο Καρούζος. Ζωή αποφαίνεται αδίστακτα το ποιητικό υποκείμενο. Όλα τα λάφυρα του ποιήματος ανταλλάσσονται για ένα φιλί. Οι λέξεις πεθαίνουν μέσα στο γέλιο του αγαπημένου. Ό,τι αποσιωπάται στο ποίημα, βιώνεται στην πράξη. Ο ποιητής είναι απλώς ο εργολάβος. Κτίζει ραψωδίες με αντιπαροχή τον έρωτα.
Κάτι πολύ στιλπνό και αθώο φεγγοβολάει μέσα στο σεντούκι της σιωπής της Ελένης Κοφτερού. Μέσα στον εμβρύοσακο των λουλουδιών, (μία υπέροχη μεταφορά της ποιήτριας) ανθίζει ο πόνος, η τρυφερότητα, η παιδική, άδολη ματιά της, η ποιητική τέχνη.
Στον πάτο του σεντουκιού της Πανδώρας, σύμφωνα με τον αρχαίο μύθο, κρυβόταν το μεγαλύτερο από όλα τα δεινά, η ελπίδα. Στον πάτο του σεντουκιού της Ελένης Κοφτερού κουρνιάζει ένα πανέμορφο ποίημα ποιητικής που το αποτυπώνω εδώ ολόκληρο.
Η εν δυνάμει πτήση
Είτε σαν χρυσαλλίδα διάφανη
που αδημονεί ν΄ αφήσει
το μεταξένιο λίκνο
είτε χνουδάτος νεοσσός
αρκούντως φοβισμένος
του σκοταδιού το τσόφλι
θρυμματίζοντας,
πάντα ως πλάσμα φτερωτό
λογίζεται το ποίημα.
Όταν ανοίγουμε το σεντούκι αυτής της συλλογής τα ποιήματα της Ελένης ζυγοσταθμίζουν τα φτερά τους, ολοκληρωμένα και έτοιμα φτερουγίζουν ψηλά. Σπίθες που κόβουν τον ουρανό με τα φτερά τους.
Ερώτηση τρίτη . Τι προτρέπει η απουσία;
Ενότητα Γ. ΚΙ Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΠΡΟΤΡΕΠΕΙ
Σε τι προέτρεψε άραγε η απουσία τον Καρυωτάκη, την Μαρία Πολυδούρη, την Σύλβια Πλαθ, τον Μαγιακόφσκι; Τι απέγινε τάχα η ναυαγισμένη βάρκα του έρωτα του Ρώσου ποιητή για την Λίλιαν Μπρικ;
«Διαρκώς στου ανεκπλήρωτου
την κρυμμένη κόχη επιστρέφω
στο αδειανό κέλυφος
του κοίλου περιγράμματος
καθώς η απουσία με προτρέπει».
«Μας διώχνουνε τα πράγματα και η ποίησις είναι το καταφύγιο που φθονούμε», γράφει ο Καρυωτάκης.
Μέσα από την διακειμενική της συνομιλία στα οκτώ ποιήματα αυτής της ενότητας, με τους ποιητές που αυτοκτόνησαν ή που πέθαναν ένδοξα από φυματική αγάπη όπως λέει η ποιήτρια για την Μαρία Πολυδούρη, η Ελένη Κοφτερού προσπαθεί να σχηματίσει το DNA- αλυσίδα μίας συνέχειας αίματος. Γιατί η απουσία μας προτρέπει στην τέχνη. Γιατί όταν ο Πολύφημος ρώτησε τον Οδυσσέα ποιος είναι, αυτός με την απάντηση Ούτις που έδωσε, έπλεξε τον πρώτο μύθο. Είμαι ο Κανένας. Ο ποιητής σύμφωνα με την Ελένη Κοφτερού, κάθε ποιητής είναι ο Κανένας. Γιατί δεν μιλάει για λογαριασμό του, αλλά με την φωνή των ποιητών που προηγήθηκαν και αυτών που θα επακολουθήσουν. Η ποιήτρια αναζητά μία καινούργια γλώσσα, εγχάρακτη γραφή στις πέτρες, μία γλώσσα που θα ξεπηδήσει μέσα από τον πόνο, την ανάγκη, τον έρωτα, μία γλώσσα βιωματική πια και πλήρης που θα συνταιριάσει τις λέξεις με τις πράξεις.
Και τότε ο καθένας θα πάρει παραμάσχαλα τον πυροβολισμό του και θα ξεκινήσει την νέα φωλιά.
Σύμφωνα με την ποιήτρια, ο έρωτάς της για τον Μαγιακόφσκι είναι θαμμένος στον μικρό του τάφο στην σελίδα 25.
Ο ευρύς όμως και διαχρονικός της έρωτας για την ποίηση μπορεί να συνοψιστεί στο σφραγισμένο αγγείο στην σελίδα 48, στους στίχους:
Όσο για λέξεις καθόλου
Δεν ανησυχώ
Πάντα στον χαλασμό τους μονάχες τους
Χαράσσονται στις πέτρες
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Kelly Sikkema. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]