Δεν θα ήταν πάνω από είκοσι χρονών. Είχαν απλώσει τα πράγματά τους και κάθονταν με χάρη και άνεση στην άκρη του κεντρικού πεζόδρομου της πρωτεύουσας του νησιού. Η μια από τις κοπέλες έπαιζε μαντολίνο, η άλλη κιθάρα, η τρίτη βιολί και η τέταρτη τραγουδούσε. Πλησίασα και άφησα ένα κέρμα.
Ωραία τη λένε τη Μισιρλού, μου ψιθύρισε στο αυτί καθώς χάζευα όρθιος ο μουσικοσυνθέτης Τέτος Δημητριάδης, ολοζώντανος και καλοντυμένος. Ήρθα να πάρω τις κόρες μου, συνέχισε, ο πεζόδρομος τελειώνει, μέχρι την Αίγυπτο μεσολαβεί η Μεσόγειος κι εσείς δεν έχετε πλέον ούτε βαρκούλα διαθέσιμη. Έχουμε, του απάντησα πεισματωμένος κι έδειξα τα σκάφη που ήταν αραγμένα στην μαρίνα.
Για πάντα αγκυροβολημένα φίλε μου, απάντησε, σκελετοί, ότι απόμεινε από την ναυμαχία του Ακτίου κι έκανε νόημα στις τέσσερις κοπέλες να τελειώνουν πριν ανατείλει για τα καλά ο ήλιος.
