Υπάρχουν μεταφραστές καλοί, ή κι εξαίρετοι μπορεί, που γεμίζουν με τον εαυτό τους τις σελίδες όποιου βιβλίου μεταφράζουν, και υπάρχουν κάποιοι άλλοι που μεταφράζουν αόρατοι, τόσο ώστε συχνά τους λησμονούμε. Όμως η ιδιότητα του αόρατου μεταφραστή έχει πίσω της ώρες και χρόνια κοπιαστικής δουλειάς, για να κατορθωθεί αυτή η αβίαστη χάρη, το γλωσσικό εύρος που υπηρετεί το κείμενο δίχως να το υπερβαίνει, και μια γλαφυρότητα χωρίς χτυπητό ύφος όμως, ώστε το πρωτότυπο κείμενο να αναπνέει μέσ’ από τη μετάφραση. Ως κι ένας συγγραφέας θα μπορούσε να διδαχτεί πολλά από τούτη τη μετρημένη κομψότητα, τη ζυγισμένη χρήση της γλώσσας, τα ρέοντα ελληνικά χωρίς ξενισμούς και χωρίς ακροβατισμούς, την ωραιότητα του γλωσσικού κοινού νου, το απαλό ύφος που χαρίζει λογοτεχνικότητα στο κείμενο, δίχως να διατρανώνει την παρουσία του.
Αυτές είναι σκέψεις που ξανάκανα πρόσφατα, διαβάζοντας τη Βροχή του Somerset Maugham, σε μετάφραση της Παλμύρας Ισμυρίδου. Σαν αόρατο χέρι που έπιανε αβρά το δικό μου, η μεταφράστρια με οδήγησε ως τον Maugham, μοιάζοντας η ίδια να μην μπαίνει πουθενά ανάμεσα στον συγγραφέα και σ’ εμένα· όπως μ’ έχει οδηγήσει παλιότερα στην Dorothy Sayers, τον Rudyard Kipling, τον Stevenson, τον Chesterton, τον Hawthorne, κ.ά.π.
Μπορεί η τέχνη της συγγραφής να είναι μια τέχνη προβολής κι ο συγγραφέας να επαίρεται πως είναι καλλιτέχνης, όμως ενίοτε η τέχνη της μετάφρασης είναι μια τέχνη κομψής εξαφάνισης, και τότε ο μεταφραστής είναι ένας αληθινός άξιος τεχνίτης.