ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Θα αρχίσω με ορισμένες εισαγωγικές παρατηρήσεις και θα συνεχίσω με ορισμένες ερωτήσεις, στις οποίες θα προσπαθήσω να δώσω απαντήσεις.
Α
Παρατήρηση πρώτη: Το θέμα μας, όπως έχει διατυπωθεί στην πρόσκληση, είναι τόσο ευρύ και τόσο μεγάλο όσο και η παρουσία του ανθρώπου επί της γης. Και εγώ, τουλάχιστον, με τις οπωσδήποτε περιορισμένες γνώσεις μου αδυνατώ να το καλύψω. Δεν νομίζω δε, ότι υπερβαίνω την βούληση των οργανωτών αν προσπαθήσω να το περιορίσω σε μία μόνο πτυχή του, αυτή της σχέσης της Ποίησης με την Πολιτική. Και αυτό θα επιχειρήσω, υπενθυμίζοντας πως η ποίηση είναι μία, ενιαία και αδιαίρετη και πως οι όποιες διαιρέσεις της αφορούν μόνο τους ερευνητές και τις ανάγκες της διδασκαλίας της.
Παρατήρηση δεύτερη, συναφής προς την πρώτη: Μπορεί ένας ποιητής να μιλήσει για την ποίηση και πολύ περισσότερο για τη δική του ποίηση και μάλιστα να την εξηγήσει; Το παράδειγμα του Παλαμά, του Σεφέρη και του Έλιοτ μας βεβαιώνει, ότι ναι, μπορεί, αν ταυτόχρονα διαθέτει και το τάλαντο και τις ικανότητες του κριτικού. Δεν μπορεί όμως να μιλήσει για τη δική του ποίηση και πολύ περισσότερο να την εξηγήσει και να την αξιολογήσει. Αν δεχθούμε, ότι ο ποιητής είναι ο μάγος της φυλής και ότι η ποίηση παραπέμπει στο μυστήριο της Τριαδικής θεότητος, ναι, δεν μπορεί. Ούτε η μαγεία ούτε το μυστήριο της Τριαδικής Θεότητος επιδέχονται την εξήγηση. Και δεν είναι τυχαία η παρατηρήση του Βαλερύ: «Το έργο διαρκεί εφ’ όσον είναι άξιο να φαίνεται σε μας διαφορετικό απ’ ό,τι το θέλησε ο δημιουργός του». Και ο δημιουργός του είναι πάντοτε ένας ερμηνευτής, που μοιραία καταλήγει πάντοτε στον εαυτό του και στις προθέσεις του, όταν ζητούμενο είναι το αποτέλασμα και μόνο το αποτέλεσμα. Το παράδειγμα των αυτοσχολίων του Καβάφη, που διέσωσε ο Γ. Λεχωνίτης είναι χαρακτηριστικό.
Παρατήρηση τρίτη, συναφής προς την πρώτη: Παραφράζοντας τη γνωστη φράση, με την οποία ο Βλαδίμηρος Ίλιτς Ουλιάνωφ, ο επιλεγόμενος Λένιν, κλείνει τον επίλογο της πρώτης έκδοσης του έργου του ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, στις 30 Νοέμβρίου του 1917, όταν δηλαδή έχει ξεσπάσει και βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη η Επανάσταση, σημειώνω: Άλλο να μιλάς για την ποίηση, άλλο να γράφεις για την ποίηση και άλλο να ζεις στο καμίνι της ποίησης. Η ποίηση είναι πρωτίστως βίωμα. Και για τον ποιητή και για τον αναγνώστη.
Παρατηρηση τέταρτη: Στο κείμενο με τις ερωτήσεις έχω ενσωματώσει αποσπάσματα από τα βιβλία μου ΕΦΟΔΟΣ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΌ και ΧΘΕΣΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟς και από συζητήσεις, που δημοσιεύθηκαν στα περιοδικά «ΤΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ» των εκδόσεων Γκοβόστη και στο «Athens Voice».
Β
Ερώτηση πρώτη: Τι είναι λοιπόν η ποίηση και τι ο ποιητής; ή ολίγα τινά για την ποίηση και τον ποιητή.
Η ποίηση, ὅταν ποίησις ᾖ, για να παραφράσουμε τον γνωστό στίχο του Μενάνδρου, παραπέμπει στο άκτιστον φως και στο μυστήριο της Τριαδικής Θεότητος, της οποίας τις ευεργετικές συνέπειες δεχόμαστε΄, αλλά την οποία δεν μπορούμε να ορίσουμε. Όποιον από τους γνωστούς ορισμούς της ποίησης κι αν δοκιμάσουμε διαπιστώνουμε, ότι είναι δύσκολο έως αδύνατον να ορίσουμε την ποίηση. Η ποίηση ως η γλώσσα ενός εκάστου ποιητή βγαίνει πάντοτε έξω από τον ορισμό και μας βγάζει τη γλώσσα της. Ίσως γιατί η ποίηση είναι ο χιλιοστός πρώτος τρόπος για να πούμε ένα πράγμα, που μόνο με χίλιους τρόπους μπορούμε να το πούμε.
Αν όμως είναι δύσκολο έως αδύνατο να ορίσουμε την ποίηση δεν είναι το ίδιο δύσκολο να ορίσουμε τον ποιητή. Ποιητής, όπως ο ίδιος ο όρος το λέει, είναι αυτός που ποιεί τον κόσμο. Ναι, όπως το ακούμε: αυτός που καθ’ υπέρβασιν του υπάρχοντος κόσμου και με όχημα τις λέξεις, την ρυθμική εκφορά τους και την μεταφορά δημιουργεί τον κόσμο. Ο στερνός σκοπός του ποιητή δεν είναι να περιγράφει τα πράγματα, γράφει ο Γιώργος Σεφέρης στον «Μονόλογο πάνω στην ποίηση», αλλά να τα δημιουργεί ονομάζοντάς τα. «Γράφω ένα στίχο, γράφω τον κόσμο», λέει ο Γιάννης Ρίτσος.
Ο ποιητής νομοθέτης –δανείζομαι τον όρο από τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο– δημιουργεί τον Ουρανό με τον ήλιο και τους αστέρες του, τη Γη και τη Θάλασσα και τα υπό την γη και τα εντός της θαλάσσης και τους δίνει ονόματα, ανάγοντας τα έτσι σε επίγειες, υποχθόνιες και θαλάσσιες θεότητες. Και ορίζει τους κανόνες της ύπαρξής τους. Η Περσεφόνη π.χ. θα μένει έξι μήνες υπό την γη και τότε και για τον λόγο αυτό θα είναι φθινόπωρο και χειμώνας, και έξι μήνες επί της γης και τότε και για τον λόγο αυτό από την ομορφιά της θ’ ανθίζουν οι κάμποι και τα βουνά και θα ωριμάζουν οι καρποί της γης.
Ο Δάντης Αλιγκέρι, άλλος ποιητής νομοθέτης, στο μεταίχμιο του Μεσαίωνος και της Αναγέννησης δημιουργεί την Κόλαση και το Καθαρτήριο και τον Παράδεισο, κατά τα δόγματα της Καθολικής Εκκλησίας, και την Βεατρίκη, σύμβολο του αιώνιου έρωτα, που εμπνέει το γένος των ανθρώπων και μέσα από τα βάσανα και τους εξιλασμούς το οδηγεί στον παράδεισο και στην επί της γης θέωση.
Το ίδιο συμβαίνει πάντοτε με τους ποιητές, τους μεγάλους και τους ελάσσονες –μεγάλους για τη σύλληψη και τη δημιουργία του κόσμου τους και για το εύρος της πνοής τους και ελάσσονες για τον ίδιο λόγο. Ο Διονύσιος Σολωμός, όντως ποιητής μέγας, δημιουργεί την Ελληνική Επανάσταση ως ιδεώδες και τη μεταγράφει στη γλώσσα της ποίησης κατά τα πρότυπα και τις επιταγές του ρομαντισμού της εποχής του, ενώ ο Λάμπρος Πορφύρας, όντως ποιητής γνήσιος αλλά με μικρό εύρος πνοής, δημιουργεί τον κόσμο της νοσταλγίας των πραγμάτων και των απλών ανθρώπων της ταβέρνας.
Γ
Ο ποιητής όμως δεν δημιουργεί μόνο τον κόσμο αλλά και επιχειρεί να τον αλλάξει, χρησιμοποιώντας γι’ αυτό την πανάρχαια τέχνη της μαγείας και όλα τα τεχνάσματά της, τις λέξεις δηλαδή και τη ρυθμική εκφορά τους. Ο ποιητής είναι ο μάγος της φυλής και η ποίηση είναι η τέχνη του. Και η μαγεία δεν νοείται χωρίς τον ρυθμό και τη μελωδία. Μόνο με τον ρυθμό και τη μελωδία εξορκίζεται το κακό και αλλάζουν τα πράγματα.
Στήτω ὁ ἣλιος κατά Γαβαών
Και ἡ σελήνη κατά φάραγγα Αἰλών
επιτάσσει στην Παλαιά Διαθήκη ο μάγος της φυλής, θέλοντας με τον εξορκισμό του αυτό να αλλάξει τη φυσική τάξη των πραγμάτων για να μπορέσουν οι ομόφυλοί του να νικήσουν τους εχθρούς. Και, αν προσέξουμε, στον λόγο του, τουλάχιστον στη μετάφραση των Εβδομήκοντα, υπάρχουν όλα τα στοιχεία που προαναφέραμε. Ακόμη και η ομοιοκαταληξία.
Με αυτές τις αυτονόητες παραδοχές, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι ποιητής δεν είναι αυτός που γράφει στίχους, έστω και αν έχει εκδώσει συλλογές τέσσερις και δέκα και έχει τιμηθεί με περισσότερα του ενός βραβεία, αλλά αυτός που δημιουργεί τον κόσμο, τον δικό του κόσμο και με τον δικό του τρόπο. Ή, για να το πούμε αλλιώς, αυτός που διαβάζοντας ένα ποίημά του μπορούμε, χωρίς να βλέπουμε το όνομά του, να λέμε: αυτό είναι Καβάφης, αυτό είναι Σικελιανός ή αυτό είναι Βάρναλης ή Σεφέρης ή ο ταπεινός Λάμπρος Πορφύρας.
Στο σημείο αυτό και για να αποσείσω την κατηγορία ότι όλα αυτά που ανέφερα όζουν γραμματολογίας (και όντως όζουν), θα αναφέρω δύο παραδείγματα. Το πρώτο ανήκει στον Εμμανουήλ Ροΐδη και το δεύτερο αποδίδεται στον Μιλτιάδη Μαλακάση. Ο Ροΐδης, λοιπόν, κάνοντας λόγο για την Πάπισσα Ιωάννα, αλλά στην ουσία για τους ποιητές που γράφουν ποιήματα χωρίς ποίηση, λέει πως η Πάπισσα Ιωάννα έτσι, καθώς ήταν πανέξυπνη, «συνήρμοσε προς χρήσιν της είδος τι ανεκτικού θρησκεύματος, ομοιάζοντος προς τα συστήματα των σήμερον συμπατριωτών της, οίτινες, χάρις εις τας προόδους των φώτων και τας θεολογικάς σχολάς του Βερολίνου και της Τουβίγγης, κατώρθωσαν να σχηματίσουν είδος χριστιανισμού άνευ Χριστού, ως έφθασαν να παρασκευάζωσι και οι εξευγενισμένοι μάγειροι σκορδαλίαν άνευ σκόρδου και ο Κος Π. Σούτσος ποιήματα άνευ ποιήσεως». Το δεύτερο αποδίδεται, όπως προανέφερα, στον Μιλτιάδη Μαλακάση: «Νέε μου», είπε στον επίδοξο ποιητή, που του είχε εμπιστευθεί τα ποιήματά του και που τώρα τού ζητούσε τη γνώμη του, «τα ποιήματά σας είναι καλά, αλλά είναι περιττά», υπονοώντας ότι δεν προσκομίζουν κάτι καινούριο ή διαφορετικό στην ποίηση.
Ο ποιητής, λοιπόν, ναι, είναι ο μάγος της φυλής, ο εξορκιστής που διώχνει το κακό και αλλάζει τα πράγματα, αλλά οι τρόποι που ασκεί την τέχνη του και τα εργαλεία που χρησιμοποιεί, αλλάζουν από εποχή σε εποχή καθώς ο ρόλος του, λόγω ακριβώς του ανοίγματος των εποχών, περιορίζεται. Με μόνο σταθερό σημείο αναφοράς τον ρυθμό. Που κι αυτός όμως δεν είναι πάντοτε ο ίδιος αλλά μεταβάλλεται ανάλογα με την εποχή και τα πράγματα. Δεν προτίθεμαι βέβαια να μιλήσω ούτε για τη μετρική, την οποία ομολογώ ότι κάποτε είχα επιχειρήσει να την σπουδάσω αλλά σήμερα την αγνοώ –και πάντως την θαυμάζω–, ούτε για τις αυστηρές και περίκλειστες φόρμες, όπως το σονέτο και η μπαλάντα, ούτε για την ομοιοκαταληξία, την οποία ο Κοραής ονομάζει ψώραν της ποιήσεως. Θα σημειώσω μόνο αυτό που όλοι ξέρουμε, ότι δηλαδή αυτοί οι περίκλειστοι τρόποι μάς έχουν δώσει και μεγάλους ποιητές και αριστουργήματα. Ο ποιητής δηλαδή είναι πάντοτε και σε συνάρτηση με την εποχή του ο νομοθέτης του εαυτού του. Και δεν υπάρχει κανένα εγχειρίδιον, που να διδάσκει “Πώς δει ποίησιν συγγράφειν”, όπως το αντίστοιχο πόνημα του Λουκιανού για την Ιστορία.
Στο σημείο αυτό και πέραν αυτών που προανέφερα, τα οποία δανείσθηκα από το βιβλίο μου ΕΦΟΔΟΣ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ και το διαλαμβανόμενο σ΄αυτό δοκίμιο για την ποίηση, είναι νομίζω χρήσιμο να μνημονεύσουμε και τη γνώμη του Ζήσιμου Λορεντζάτου και να την τοποθετήσουμε δίπλα στις εύστοχες παρατηρήσεις του Εμμανουήλ Ροΐδη και του Μιλτιάδη Μαλακάση. «Όπως η ποίηση, έτσι και η ζέστα της ανθρώπινης καρδιάς», γράφει το 1999 στο δοκίμιο του για τον Μακρυγιάννη, «είναι απερινόητη. Για να γράψεις ποίημα χρειάζονται όλα όσα χρειάζονται για να γράψεις ποίημα (πολλά και υπερβολικά και δύσκολα) και δεν φτάνουν αυτά, αλλά χρειάζεται να έχεις και κάτι παραπάνω ακόμη, […] να έχεις πάει στα Κούναξα. […]. Πολλοί ποιητές τα έχουν όλα όσα χρειάζονται. Αλλά μονάχα οι πραγματικοί ποιητές έχουν πάει στα Κούναξα».
Όπου, βέβαια, καταλαβαίνουμε όλοι τα «Κούναξα» τι σημαίνουν, ενώ για τον όρο «απερινόητη», ‒που ο ίδιος για πρώτη φορά, όπως γράφει ο Γιώργος Αράγης στο σημαντικό έργο του για τη Νεοελληνική Κριτική της Λογοτεχνίας, τον χρησιμοποιέι το 1947 στη μελέτη του για τον Σολωμό‒, ενοεί το εξωλογικό στοιχείο στη λογοτεχνία και ιδιαίτερα στην ποίηση.
Δ
Ερώτηση δεύτερη: Κάθε ποίηση ειναι πολιτική;΄Εδώ και για τους λόγους που ανέφερα προηγουμένως θα επικαλεσθώ την απάντηση που έδωσα στο αντίστοιχο ερώτημα, που μου έθεσε η Τιτίκα Δημητρούλια, καθηγήτρια, όπως είναι γνωστό, της φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης: Κάθε ποίηση λοιπόν και επομένως και δική σου είναι πολιτική;
Η ερώτησή σας, αγαπητή μου Τιτίκα, ‒είναι η απάντηση μου‒ ανακαλεί στη μνήμη μου το επιτύμβιο, που ο Αισχύλος είχε ζητήσει να γραφτεί στον τάφο του, εκεί στην σιτοφόρο Γέλα: “αλκήν δ’ ευδόκιμον Μαραθώνιον άλσος αν είποι και βαθυχαιτήεις Μήδος επιστάμενος”.Αλλά και την μετά από αιώνες απάντηση των Σιδωνίων νέων του Καβάφη: “Ά δεν μ’ αρέσει το τετράστιχον αυτό. Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν σαν λιποψυχίες”.
Ο Αισχύλος έζησε, ας μην το ξεχνάμε, τον 5ο π. Χ. αιώνα. Είχε πολεμήσει στον Μαραθώνα τον Δάτι και τον Αρταφέρνη και τους Μήδους, που είχαν έρθει από την Ασία για να καταλάβουν την Αθήνα, να καταλύσουν τη Δημοκρατία και να επιβάλουν ως τρόπο ζωής τον ασιατικό δεσποτισμό. Ο αδελφός του, ο Κυναίγειρος, έμεινε γνωστός χάρις στον υπέροχο μύθο, που τον θέλει να θυσιάζεται στο πάθος του να κρατήσει το περσικό πλοίο με τα δόντια, όταν του έχουν ήδη κόψει και τα δυο χέρια, ενώ ο έτερος αδελφός του, ο Αμεινίας, θεωρήθηκε ο γεναιότερος πολεμιστής στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, γιατί εμβόλισε την περσική ναυρχίδα και σκότωσε τον πέρση ναύαρχο. Μετά τη νίκη στον Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα οι δημοκρατικοί θεσμοί ενδυναμώθηκαν και οι Αθηναίοι απέκτησαν αυτοπεποίθηση και υπερηφάνεια. Σε λίγο θα ανελάμβαναν την ηγεμονία των Ελλήνων και θα άρχιζε ο Χρυσούς αιών για την Αθήνα και ολόκληρο τον κόσμο .
Ο Αισχύλος, όπως μαρτυρεί το επίγραμμα που ζήτησε να γραφτεί στον τάφο του, ήταν υπερήφανος για τη συμμετοχή του στη μάχη του Μαραθώνα. Ίσως μάλιστα το γεγονός αυτό να το θεωρούσε το μεγαλύτερο επίτευγμα της ζωής του. Απο εκεί και πέρα η ιδιότητα του πολίτη ήταν φυσικό να εκβάλει στο έργο του. Και εξέβαλε με τον καλύτερο τρόπο, όπως οι αιώνες μαρτυρούν. Στους “Πέρσες” ύμνησε τη δημοκρατία της πόλης του, στην οποία αυτή όφειλε τη νίκη της, και που η Άτοσσα δεν μπορεί να την κατανοήσει, ενώ στην “Ορέστεια”, όπως ο Κλοτζ γράφει, έκανε ένα λαό που ριγούσε, να σκεφτεί πάνω στην ποινική ευθύνη και τα δικαιώματα των “παλαιών” θεών, όπως οι Ερινύες, και των θεών του Ολύμπου, όπως η Αθηνά, και του Αρείου Πάγου, που απαρτιζόταν από άνδρες Αθηναίους.
Ήταν λοιπόν και εν συμπεράσματι πολιτικός ποιητής, γιατί ήταν πολίτης υψηλόφρων και συνειδητός και γιατί το επίκεντρο του έργου του ήταν η πόλη του, η δόξα και τα παθήματά της. Οι νέοι της Σιδώνος του Καβάφη ούτε πολίτες ήταν, ούτε υψηλόφρονες. Ζούσαν σε μια πόλη της Φοινίκης, που κάποτε είχε γνωρίσει πλούτο και ακμή, αλλά τώρα (το 400 μ.Χ.) ήταν σε έσχατη παρακμή, μια απλή ρωμαϊκή κτήση με τον απαραίτητο Ανθύπατο, και διασκέδαζαν με τον ηθοποιό που είχαν φέρει για να τους διαβάσει ποιήματα του Κριναγόρα, του Μελέαγρου και του Ριανού σε μια αίθουσα, όπως γράφει ο Καβάφης, που άνοιγε στον κήπο επάνω κι είχε μιαν ελαφρά ευωδία ανθέων που ενώνονταν με τα δικά τους αρώματα. Αν έγραφαν ποιήματα, (πολύ πιθανόν), θα ήταν, (πολύ πιθανον), σαν τα ποιήματα του Μελέαγρου, του Κριναγόρα και του Ριανού. Δεν θα ήταν δηλαδή ποιήματα, που ως επίκεντρο τους θα είχαν την πόλη τους, τους πολίτες της και τους θεσμούς της, αφού οι ίδιοι δεν είχαν και δεν αισθάνονταν ότι είχαν δική τους πόλη, δεν ήταν και δεν αισθάνονταν δηλαδή πολίτες.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι κάθε ποίηση είναι ή ότι πρέπει να είναι πολιτική ‒στην ποίηση άλλωστε δεν υπάρχει το “πρέπει” ή το “δεν πρέπει”, ο ποιητής, όπως είπαμε, είναι ο νομοθέτης του εαυτού του. Η ζωή, από την οποία η ποίηση εκπηγάζει, είναι και ο έρωτας και ο θάνατος και η μοναξιά και η μελαγχολία. Και πολλά ακόμη. Και, πάντως, για να λέμε την αλήθεια, η μεγάλη ποίηση ήταν πάντοτε πολιτική, από τον Ομηρο και τους ελληνες τραγικούς και τον Αριστοφάνη ως τον Δάντη και τον Σαίξπηρ και μέχρι σήμερα. Και στο σημείο αυτό πρέπει να σημείωσουμε, ότι κοινό γνώρισμα των ποιητών αυτών είναι το ότι υπερβαίνουν το “βίωμα του Ρίλκε” και αντλούν τις εμπνεύσεις τους από τους κοινούς μύθους της εποχής τους και την Ιστορία.
και η δική σου ποίηση; Η δική σου ποίηση είναι πάντα πολιτική; ρωτάει ακόμη η Τιτίκα Δημητρούλια. Και η απάντηση: Ο ποιητής, λέει ο Ρίλκε, δεν έχει βιογραφία, βιογραφία του είναι τα ίδια του τα ποιήματα. Όσες φορές σκέφτομαι αυτή την ρήση ‒και με την απόσταση του χρόνου‒ πάντοτε βρίσκω ότι είναι μια μεγάλη αλήθεια. Η καλύτερη και η μόνη αληθινή βιογραφία μας είναι τα ποιήματά μας. Τούτ’ αυτό αλλά με διαφορετικό τρόπο λέει και ο ημέτρος Τάκης Σινόπουλος: «Ὑπάρχουν», γράφει, «ἔργα πού φαίνονται νά ζοῦν μία δική τους μυστική ζωή, πού δέν χρειάζονται τήν ἀναδρομή στήν ἰδιωτική ζωή τοῦ τεχνίτη γιά νά μελετηθοῦν, ταυτόχρονα ὅμως, τά ἔργα αὐτά εἶναι ἀναπόσπαστα δεμένα μέ τίς ἐξωτερικές περιπέτειες τοῦ δημιουργοῦ τους, ὥστε θ’ ἀποτελοῦσε βασικό σφάλμα ἄν θεωροῦνταν καί ἐξετάζονταν ἀνεξάρτητα ἀπό τίς συνθῆκες πού, κρυφά ἤ φανερά, τροφοδότησαν τή γέννηση καί τήν ὑπάρξη τους. Ἀνάμεσα στή ζωή καί τή δημιουργία ὑπάρχουν σχέσεις καί ἀνταποκρίσεις τέτοιες, πού, χωρίς κίνδυνο, θά μπορούσαμε νά συλλογιστοῦμε τά συγκοινωνοῦντα δοχεῖα ἤ νά ἀναφερθοῦμε στή συνάρτηση μήτρας καί ἐμβρύου».
Είναι βέβαια προφανές, ότι ούτε το βίωμα αυτό καθ’ εαυτό ‒‒βιώματα έχουμε όλοι‒ ούτε η σπάνια ώρα που η πρώτη λέξη ενός ποιήματος, όπως λέει ο Ρίλκε, θα αναδυθεί από το βίωμα, αρκούν για το ποίημα. Απλώς, και αυτό πρέπει να το να υπογραμμίσουμε, από τη στιγμή αυτή αρχίζει η ευθύνη του ποιητή έναντι της τέχνης του. Γιατί ο ποιητής δεν είναι το στρουθίον, που ανεβαίνει στην δάφνη ή την κυπάρισσον και τραγουδάει, ειναι ο τεχνίτης που αγωνίζεται και αγωνιά για το ποίημα, που είναι ο τελικός σκοπός του. Και ξέρει ο αληθινός ποιητής, ότι το παιγνίδι, αν δεν είσαι ο Ρεμπώ, το κερδίζουν οι σοφοί ποητές, όπως ο Σολωμός, ο Καβάφης, ο Σεφέρης και όχι ο Ρώμος Φιλύρας, που, παρά το αναμφισβήτητο ταλέντο του, μας άφησε μόνο μια αίσθήση ποιήσεως, αλλ’ όχι και ποιήματα.
Και εδώ, εν είδει κουίζ, θα σας διαβάσω τρεις στίχους και θα ρωτήσω τη μνήμη σας καταλλήλως: Μισώ τον κόσμο εδώ ως με μισεί / εδώ που την ζωή μου την μισή / επέρασα και άδικα την έχασα, την χάλασα. Ο κυματισμός των στίχων θυμίζει βέβαια Καβάφη, και όντως είναι Η ΠΟΛΙΣ του Καβάφη, μόνο που τους στίχους αυτούς, όσο κι αν τους αναζητήσουμε, δεν θα τους βρούμε στις ανθολογίες και τις οριστικές εκδόσεις του έργου του ποιητή. Διασώθηκαν, όπως γράφει ο καθηγητής Δημήτρης Δημηρούλης, από ιδιόχειρο αντίγραφο, που ο ίδιος ο ποιητής είχε χαρίσει στον φίλο του Περικλή Αναστασιάδη. Η πρώτη μορφή αναγεται στο έτος 1894 και η δημοσίευση στην οριστική μορφή, γίνεται το έτος 1910. Ο Σικελιανός, παρατηρεί ο Βάρναλης, ήταν μια βρυσομάνα, αλλά ο Καβάφης είχε και μυαλό. Βασικό μέλημα του ποιητή είναι να υπερβεί το βίωμα και να το αναγάγει σε καθολικό σύμβολο.
Στο σημείο αυτο νομίζω ότι είναι σκόπιμο να αναφέρω και την γνώμη του Παντελή Μπουκάλα για την ποίηση του Καρυωτάκη και τη σχέση της με το βίωμα: «Μια απελπισία, λοιπόν, σαν εκέινη του Κ. Καρυωτάκη», γράφει, «οριακά δαπανηρή μα και τόσο οξυδερκής, ώστε αφενός να μπορεί να τρέψει σε πανίσχυρη ειρωνία τη χολή, σε λόγο το ουρλιαχτό, (και ) αφετέρου να φτάσει να μη χρειάζεται πάντοτε το βίωμα, να μη χρειάζεται καν το βίωμα: δεν αρκούσε η πνιγηρή υπαλληλία, η ωχρά σπειροχαίτη και η Πρέβεζα για να αναδυθεί τόσο αδιάλλακτη η τέχνη του Καρυωτάκη, τέχνη που υπερβαίνει τόσο τη βιογραφία του ποιητή όσο και τη μυθολόγησή της».
(Ωραίο, φρικτό και απέριττο τοπίον!
Ελαιογραφία μεγάλου διδασκάλου.
Αλλα του λειπει μια σερά ερειπίων
Κ’ η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου.)
Στη ζωή μου, για να επανέλθουμε στο ερώτημα της Τιτίκας Δημητρούλια, “ευτύχησα”να ζήσω πολά πράγματα. Δύσκολα. Από την πείνα της γενιάς μου και την ορφάνια μέχρι την παρανομία ‒μια ιδιόμορφη ορφάνια και μια εξ ίσου ιδιόμορφη παρανομία. Και τη συμμετοχή σε όντως παράνομες οργανώσεις. Και την εξορία ‒τέσσερα περίπου χρόνια κλεισμένος στο Στρατόπεδο. Όπως είναι φυσικό φροντίζω να τα σβήνω απο τη μνήμη μου. Αλλά πολλές φορές αυτά, πεισματικά, έρχονται και εγκαθίστανται στα ποιήματά μου. Χωρίς να με ρωτήσουν. Και μού αποκαλύπτουν την ίδια τη ζωή μου. Ακόμη και τις αντιφάσεις μου, όπως εύστοχα μου επεσήμανε η Αγγελική Μπιρμπίλη στη συζήτηση μας, που δημοσιεύθηκε στο Athens Voice. Ναι, λοιπόν, με αυτή την έννοια είμαι πρωτίστως ποιητής πολιτικός. Και λέω πρωτίστως, γιατί κανένας ποιητής δεν αρνήθηκε ποτέ το προνόμιο του Έρωτα και κανένας δεν ξέφυγε από την αρπάγη της μοναξιάς και της απελπισίας . Και στο σημείο αυτό αισθάνομαι την ανάγκη να επικαλεσθώ την Αντιγόνη του Σοφοκλή, που είναι πρωτίστως η σύγκρουση του θείου και του ανθρωπίνου δικαίου, αλλά στην οποία ενοικεί, εκεί στο τρίτο στάσιμο, και ο ύμνος στον Έρωτα. Ίσως ο καλύτερος που έχει ακουστεί στους αιώνες: Έρως ανίκατε μάχαν. Και παρακάτω το επιβεβαιώνει ο Αίμων. που αυτοκτονεί κρατώντας στην αγκαλιά του τη νεκρή αγαπημένη.
Ε
μόνο ως ελεγεία Και τώρα, δύο αιώνες μετά το μεγάλο κίνημα του ρομαντισμού και την άνθηση, πάλι, της πολιτικής ποίησης, ‒μερικά από τα ωραιότερα ποιήματα του Βίκτωρος Ουγκό αναφέρονται στην Ελληνική Επανάσταση‒ εκατό χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και εκατό από την λήξη του Μεγάλου Πολέμου υπάρχει ή μπορεί να υπάρξει πολιτική ποίηση; Η απάντηση το γε νυν έχον νομίζω ότι πρέπει να είναι και είναι αρνητική. Οι μορφές ζωής που γέννησαν την πολιτική ποίηση, όπως την γνωρίσαμε, έχουν πεθάνει. Η μεγάλη σφαγή του Πρώτου Πολέμου, οδήγησε ‒μετά από μια πρόσκαιρη άνθηση της αντιπολεμικής λογοτεχνίας‒, την ποίηση στο Ντα ντά και στο σκοτεινό ασυνείδητο του υπερρεαλισμού, ενώ η κατάρρευση, ήδη από το τέλος της δεκαετίας του ᾿20, της Οκτωβριανής Επανάστασης οδήγησε τους ποιητές, που είχαν εναποθέσει σ’ αυτήν τη ζωή και την τέχνη τους, στην αυτοκτονία και στη σιωπή. Τα στρατόπεδα εξάλλου συγκεντρώσεως του Δευτέρου Παγκοσμίου οδήγησαν στην απόφανση, ότι μετά το Άουσβιτς δεν μπορεί να υπάρχει και να γράφεται ποίηση.
«Από το 1920», γράφει ο Σεσίλιλ Μωρίς Μπάουρα (C. M. BOWRA)., «ως το 1965, η ποίηση αλλάζει υφή, αφήνει πίσω της την ενσυνείδητη μεγαλοπρέπεια και τη θέα του σύμπαντος και μεταβάλλεται σε μια προσεκτική παρουσίαση ιδιωτικών εμπειριών και διανοητικών καταστάσεων». Και προσθέτει: «Αν η φιλοσοφία επηρεάστηκε από τις εμπειρικές μεθόδους της μοντέρνας επιστήμης, η ποίηση αγγίχτηκε ως το κόκκαλο από την ωμή πραγματικότητα. Ανακάλυψε ότι δεν ήταν πια δυνατόν να δεχτεί πολλές από τις πεποιθήσεις που ίσαμε τότε θεωρούσε αληθινές. […] Η μεταμόρφωση σήμαινε, ακριβώς, απόρριψη της επιθυμίας για άνετες γενικεύσεις και κατάκτηση της βεβαιότητας, ότι μόνο με την ακρίβεια και τη συγκέντρωση της προσοχής στο ειδικό, στο ιδιαίτερο, στο “επι μέρους”, θα μπορούσε να διεκδικήσει μια θέση στον ήλιο. […] κινείται, (λοιπόν ο ποιητής), προς τα μέσα, προς τις ανεξερεύνητες γωνιές του εαυτού του.[…] Η ποίηση ντρέπεται τώρα για την πλούσια φωνή που είχε κάποτε και σπάνια επιχειρεί να την χρησιμοποιήσει». Δέν είναι τυχαία, μπορούμε να προσθέσουμε, η φήμη και η δόξα του Τ.Σ. Έλιοτ.
Όμως η ποίηση, ‒το στερνό ίχνος της παρουσίας του θεού ανάμεσα μας, όπως μετά λόγου γνώσεως αποφαίνεται ο Άρης Δικταίος‒, και υπάρχει και γράφεται και μετά το Άουσβιτς και μετά την Χιροσίμα, (ας θυμηθούμε τον Πάουλ Τσέλαν), και δεν μπορεί να μην υπάρχει και να μη γράφεται, μόνο που τώρα σπανίως είναι δημόσια λειτουργία.
Και η πολιτική ποίηση; Υπάρχει και για τους ίδιους λόγους θά υπάρχει επίσης πάντοτε, αλλά, για το ορατό τουλάχιστον μέλλον και αν δεν αλλάξουν δραματικά οι σημερινές μορφές ζωής, νομίζω ότι θα υπάρχει μόνο ως Ελεγεία.
[…]
Και πια τι να τις κάνουμε τις σάλπιγγες τώρα που ο πόλεμος τελείωσε.
[…]
Α, ναι, και ένα σκύλο και μια καρδερίνα και μία τίμια συμφωνία με το θάνατο.
[…]
Κι αν επιμένεις δυο φορές θα σου το πω Στην ξένη γη Απ’ το χρησμό φυλάξου κι απ’ την τρέλα.
Γράφω αυτά τα πράγματα και στο μυαλό μου εισβάλλει ξαφνικά «Το Ουρλιαχτό» του Άλεν Γκίνσμπεργκ ‒σημείο αναφοράς της μεταμοντέρνας ποίησης.
Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου διαλυμένα από την τρέλα υστερικά και λιμασμένα.
Ναι, λοιπόν, το «Ουρλιαχτό» είναι όντως η Ελεγεία των νέων καιρών, μια οργισμένη ελεγεία. Και ποιος ξέρει ποιο μπορεί να είναι τό τέρμα της οργής.
Ποίηση και Επανάσταση. Στο δοκίμιο μου για τον Αντώνη Καρκαγιάννη, που έχει τον τίτλο ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΝΑΥΑΓΗΣΕ ΑΛΛΑ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΉΤΑΝ ΥΠΕΡΟΧΟ, θέτω εις εαυτόν το ερώτημα: Πώς αλήθεια και μέσα από ποιες διαδικασίες προσέρχεται κανείς στην Επανάσταση, στο όνειρο δηλαδή και στην απόφαση να αλλάξει τον Κόσμο και να τον κάνει καλύτερο; Και η απάντηση μου, από το ίδιο κείμενο, και για την Επανάσταση και για την ποίηση: «Ον τρόπον επιποθεί η έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων», με τον ίδιο τρόπο δηλαδή που ο μελλοντικός ποιητής προσέρχεται στην ποίηση∙ δεν προσέρχεται, καλείται, και πια το ξέρει, ο δρόμος της επιστροφής δεν υπάρχει.
Ποίηση και πολιτική. Ρώτησα κάποτε τον Μανώλη Γλέζο, με τον οπoίο εκείνα τα χρόνια μέναμε στο ίδιο κελί: τι λέγατε με τον Λεωνίδα το βράδυ εκείνο στο κελί των μελοθανάτων; Λέγαμε ποιήματα, μου απάντησε.
η τέχνη κι’ η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε:
η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε
να πεθάνουμε
που λέει κι εκείνος ο παράξενος Νικόλαος Εγγονόπουλος.
Ποίηση και πολιτική. Στο σημείο αυτό αισθάνομαι την ανάγκη να επανέλθω, και μάλιστα μέ ένα ποίημα, στη μικρή φρασούλα που ανέφερα παραπάνω, αμέσως μετά τους στίχους του Γκίνσμπεργκ: “ποιός ξέρει”. Το ποίημα είναι γραμμένο πρόσφατα, στις 14-4-2017, και είναι αφιερωμένο στη μνήμη του φίλου μου Σπύρου Λιναρδάτου, που σε κρίσιμες για τη ζωή μας στιγμές μου είχε θέσει κρίσιμες ερωτησεις, και έχει τον τίτλο
ΜΙΚΡΗ ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΡΟΛΟ ΜΑΡΞ
Μνήμη Σπύρου Λιναρδάτου
Τώρα που δε με ξέρεις, δεν σε ξέρω,
Έρχομαι πιο συχνά στο στέκι μας,
Το ξέρεις.
Και συ ρωτάς τι λεν για σένα,
Κι εγώ δεν ξέρω τι να πώ,
Μπερδεύομαι.
Τώρα που οι μέρες μας γεμίσαν ψευδαπόστολους,
Εσσαίους, Σαδδουκαίους, Φαρισαίους,
Έρχομαι κάθε μέρα και σε βρίσκω,
Δύσκολοι χρόνοι , σκωληκόβρωτοι καιροί,
Και συ ρωτας, όλο ρωτάς,
Κι εγώ μπερδεύομαι.
Και ξέρεις, Κάρολε, αν επιμένεις,
Χωρίς το όνειρο η κάθε μέρα μας
Είναι αμαρτία.
Και αν και σεις, τώρα, αναρωτηθείτε, γιατί τα θυμήθηκα πάλι όλα αυτά, και τον Κάρολο Μαρξ δηλαδή και την 11η θέση του για τον Φόϋερμπαχ, που είναι χαραγμένη στον τάφο του, εκεί στο νεκροταφείο του Χάϊγκειτ, θα σας απαντήσω αμέσως: Οι άνθρωποι έχουμε συχνά, ιδίως στα έτη της νεότητας μας, δύσκολους έρωτες, αλλά, παραδόξως, (παραδόξως;) σ’ αυτούς τις δύσκολους έρωτες καταφεύγουμε πάντοτε, στις δύσκολες, μέρες της ζωής μας.
Τώρα που οι μέρες μας γεμίσαν ψευδαπόστολους,
Εσσαίους, Σαδδουκαίους, Φαρισαίους,
Και προσέξτε τον τίτλο, δεν λέει για τον Μαρξ, λέει σαφώς Με τον Μαρξ.
ΕΡΡΩΣΘΕ