Όλη νύχτα δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Οι αποπάνω έσερναν τα βήματά τους στο ξύλινο πάτωμα. Πότε μάλωναν, πότε φίλιωναν, μιλούσαν στα παιδιά τους, κανόνιζαν τις διακοπές τους, αγκαλιάζονταν. Πάνω που έκλεινα λίγο τα μάτια, κρακ, ένα ποτήρι έσπαγε στην κουζίνα και μετά μουρμουρητά και σκούπες και φαράσια και τενεκέδες να καταπίνουν με θόρυβο τα θρύψαλα. Δεν σκέφτηκα, βέβαια, καθόλου να πάρω κι εγώ το σκουπόξυλο και να χτυπήσω το ταβάνι, το θεώρησα τόσο απρεπές. Είπα πως κάποτε θα ησυχάσουν κι αυτοί. Κι όμως. Όλη η νύχτα έτσι πήγε. Τώρα πια ξημέρωσε. Άρχισαν να κελαηδούν τα πρώτα κοτσύφια –το έχω παρατηρήσει, τα κοτσύφια είναι που καλημερίζουν τη νέα μέρα. Φωλιάζουν σ΄ ένα μεγάλο δέντρο δίπλα στο παράθυρό μου, το τελευταίο δέντρο του γειτονικού δάσους. Το δέντρο έχει απλώσει τα κλαδιά του πάνω στα κεραμίδια του σπιτιού και τα βαραίνει, σπρώχνει με δύναμη τα παράθυρα της σοφίτας, μου έσπασε μάλιστα –προχθές κιόλας– ένα μικρό τζαμάκι. Μάζεψα τα κομμάτια από το περβάζι και μετά ξανατράβηξα ήσυχα το κουρτινάκι. Αντίθετα με όσους μου λένε διάφορα, εγώ δεν ανησυχώ. Και, φυσικά, δεν θα κόψω ούτε ένα κλαδί. Όπως δεν έχω πειράξει και κανένα αγριόχορτο στον κήπο.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Paolo Pellegrin.]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.