Οι λέξεις δεν κοστίζουν τίποτα, πάντα περισσεύουν. Δεσποινίς, εκμεταλλεύομαι αυτό το γεγονός και σου γράφω μια επιστολή για τη σημερινή μου φαντασίωση. Πριν λίγο κοιτούσα τη γωνία όπου ενώνεται ο τοίχος με το ταβάνι και αναρωτιόμουν αν θα ταίριαζαν, στη μεγέθους κονσέρβας γκαρσονιέρα μου, οι μαίανδροι. Σε φανταζόμουν εκείνη τη στιγμή να αράζεις μαζί μου στο διθέσιο καναπέ που ανοίγει και γίνεται κρεβάτι για εξοικονόμηση χώρου. Πέρασες την πλεξούδα σου πίσω απ’ το αυτί, μια κίνηση που ανέκαθεν έβρισκα ελκυστική. Σε ρώτησα τι γνώμη έχεις για τους μαιάνδρους, αν θα μπορούσαν να κοσμήσουν την γκαρσονιέρα. Έριξες μια φευγαλέα ματιά στο ταβάνι και άρχισες να λες τη γνώμη σου. Ήσουν ουδέτερη. Προφανώς δεν έβρισκες ενδιαφέρουσα τη συζήτηση περί μαιάνδρων. Έπαιζες με την άκρη της πλεξούδας και το μυαλό σου ταξίδευε αλλού —άραγε πού; Σε πληροφόρησα ότι αυτό το κλασικό γεωμετρικό σχήμα, ο μαίανδρος, είναι για μένα το μοντέλο για τις καλλιτεχνικές μου ανησυχίες. Αποστασιοποιήθηκες σταυρώνοντας τα μπράτσα σου. Για να μην παρεξηγηθώ, πρόσθεσα ότι θλίβομαι που η σημερινή εποχή το μεταφράζει σε ναζιστικό σύμβολο. Συνέχισα το λογύδριό μου, αναφέρθηκα στην απέριττη αρμονία που θα ‘θελα να έχουν τα γραπτά μου μέσα απ’ τη φόρμουλα της αρχαιοελληνικής αισθητικής, όπου μέτρο και λιτότητα κυριαρχούν δίνοντας στο έργο μια αξία διαχρονική. Χασμουρήθηκες και κοίταξες γύρω σου βαριεστημένα. Η αερολογία μου δεν σε συγκινούσε. Το βούλωσα.
Η παραίτηση είναι μια σιωπηλή παραφωνία. Ένιωσα πως έπρεπε να σπάσω τη σιωπή. Μονάχα αν ήσουν νεκρή, μόνο τότε θα σιγούσα αγκαλιάζοντας τρυφερά τη σηπόμενη σάρκα σου. Όμως ζούσες και εγώ έφερνα το επόμενο θέμα προς συζήτηση. Ήθελα να μάθω τι ακριβώς εννοούσες με εκείνο το μήνυμα. Με ρώτησες ποιο μήνυμα. Εκείνο, σου θύμισα, που μου ‘γραφες για καταστάσεις απ’ τις οποίες δεν μπορείς να ξεφύγεις, που σε κρατούν δέσμια και σε θλίβουν. Ένιωσες άβολα, ή τουλάχιστον αυτό διέκρινα εγώ στην ομιχλώδη φαντασίωσή μου. Μήπως δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να θίξω τόσο λεπτά θέματα; Ένα ήταν σίγουρο, πως δεν χωρούσαν άλλα λόγια. Σε πλησίασα, έκανα να σε φιλήσω μα τραβήχτηκες πίσω. Γίνεσαι παρορμητικός, μου είπες. Εκεί λοιπόν, η φαντασίωση έσκασε σα γαμημένη σαπουνόφουσκα. Βρέθηκα πάλι μόνος στη γκαρσονιέρα να κοιτώ αφηρημένα τις γωνίες του ταβανιού, γωνίες γυμνές, δίχως μαιάνδρους.
Είναι ατελείωτη η σημερινή νύχτα. Θα ήθελα να σου γράψω και άλλα, πολλά πράματα. Ορίστε μια ειλικρινής δήλωση:
«Αν κάποτε αυτοκτονήσω από παρόρμηση, θα ‘θελα να σου σταλεί η καρδιά μου σε ένα μπολ με φορμόλη για να την διατηρείς στο ψυγείο σου». Δεν θέλω να με παρεξηγείς γι’ αυτά που γράφω, εξάλλου δεν θα τα διαβάσεις ποτέ. Μπορώ λοιπόν να σου εκμυστηρευτώ οτιδήποτε. Θυμάσαι εκείνο το βράδυ που κοιμηθήκαμε μαζί; Ανέδιδες οιστρογόνα και έκανες αυτό το άχαρο δωμάτιο να πλημμυρίζει ερωτισμό. Η στύση μου ανασήκωνε το σεντόνι ώσπου θυσιάστηκε στην πλατωνική συνεύρεση του αυνανισμού. Τώρα κάθομαι μόνος, πίνω μπύρες και χαράζω νοητά μαιάνδρους. Τι άλλο να κάνω για να σε βγάλω απ’ το μυαλό; Ξέρεις ότι φοβάμαι τη λοβοτομή. Το παρήγορο είναι ότι με τόσα γεωμετρικά σχήματα στην κεφάλα μου και άλλα τόσα άδεια μπουκάλια στο τραπέζι, πλέω σε μια αβρή, αλκοολούχα μοναξιά που της κρατά συντροφιά η γλυκιά προσμονή του πεπρωμένου. Και ποιος ξέρει, το πεπρωμένο θα μπορούσε να μου χαρίσει κάτι παραπάνω απ’ αυτό το δωματιάκι όπου κατοικεί ένα μονίμως αστόλιστο παρόν. Θα μπορούσε να μου προσφέρει τη ζωή σου για στολίδι, το θάνατό σου για βάθος συναισθημάτων, τη ζώσα απουσία σου και μια ντουζίνα άδεια μπουκάλια ριγμένα στο πάτωμα μαζί με…
Άστα να πάνε. Όλα γυρίζουν αδιάκοπα στους συλλογισμούς μου. Στροβιλίζονται σαν κυκλώνες, σαν μαίανδροι κυκλικοί. Ναι δεσποινίς, παίρνει σχήμα κυκλικών μαιάνδρων η προσμονή μου. Μοιάζουν με σπείρες εν κινήσει που προσπαθούν να μαγνητίσουν την εκάστοτε οπτασία τραβώντας το ερωτικό της βλέμμα προς το κέντρο. Ξανά και ξανά, σε όλα τα βλέμματα, και πάλι το ίδιο πράμα. Τώρα κοιτούν εσένα. Δεσποινίς, αυτές οι σπείρες είναι μαίανδροι αναδημιουργίας. Έτσι τους χαρακτηρίζω. Πότε θανατώνοντας και πότε ανασταίνοντας αισθήματα, άλλοτε απορριπτέοι, άλλοτε πάλι αποδεκτοί, στροβιλίζονται ασταμάτητα με έπαθλο τις μούσες τους. Ορίστε, κατάφερα να στοιβάξω περίπου οκτακόσιες λέξεις πάνω σε ένα λευκό χαρτί. Αυτό είναι προς τιμήν σου. Τώρα θα διπλωθεί και θα τοποθετηθεί στο συρτάρι μαζί με τόσα άλλα που σου έχω γράψει. Θα πλουτίσω τη συλλογή ερωτικών επιστολών χάρη σ’ εσένα, τον απόντα παραλήπτη μου. Έτσι κι αλλιώς, οι λέξεις δεν κοστίζουν τίποτα. Μονίμως περισσεύουν.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]