“Ο αστικός αποπροσανατολισμός θα μπορούσε να αποτελεί δευτερεύον σύμπτωμα κάποιας ψυχικής νόσου κι αν σκεφτούμε πως οι πάσχοντες είναι ανίκανοι να προσανατολιστούν σε μια πόλη ή έναν δρόμο, τότε θα καταλήγαμε στο συμπέρασμα ότι δεν θα έπρεπε να είναι σε θέση να οδηγούν ή και να κυκλοφορούν ασυνόδευτοι.”
Ο ραδιοφωνικός γιατρός σκορπούσε ανησυχίες. Λειτούργημα στα FM.
Τον άκουγα οδηγώντας. Ασθενής κι ακηδεμόνευτος. Χαμένος.
Παρατηρούσα, σταματημένος στο φανάρι, τον διπλανό οδηγό να κοιτά μπροστά του ανέκφραστος. Απρόθυμος για απαντήσεις σε ερωτήσεις που, έτσι κι αλλιώς, ντρεπόμουν να κάνω.
-(Πού είμαι, αγαπητέ;)
Έψαχνα μόνος τη λύση. Μια πινακίδα, ένα ορόσημο.
Διέκρινα προς το τέλος της λεωφόρου ένα μικρό νεκροταφείο που έδινε από μακριά την εντύπωση τεράστιας δίχρωμης σημαίας. Δεκάδες κυπαρίσσια, φυτεμένα σε συστοιχία πίσω από μια κατάλευκη ασβεστωμένη μάντρα. Ο ασκεπής αυτός Παρθενώνας αντανακλούσε ακόμα στις άκρες του το χρυσό απογευματινό φως και είχα την προσδοκία πως αυτό θα μου δείξει το δρόμο. Χαμήλωσα ενστικτωδώς το ραδιόφωνο ακριβώς την στιγμή που περνούσα από δίπλα (λες και περίμενα ν’ ακούσω κάτι). Δεν άκουσα τίποτε άλλο πέρα από χαμηλόφωνους ψαλμούς, θρήνους κι ένα μινύρισμα που δεν πρόλαβα να διακρίνω αν προερχόταν από αεράκι ή λεπτή γυναικεία φωνή. Ένα αφελές ραδιοφωνικό σποτάκι εξέπνεε καθώς άφηνα πίσω μου το στοιχειωμένο λάβαρο. Δεν είχα βρει ορόσημο. Ο οδηγός του προηγούμενου φαναριού συνέχισε ν’ ακολουθεί αδιάφορος, σχεδόν ακίνητος. Σαν να ήταν πια κι ο ίδιος ένα μεταλλικό μέρος του αμαξιού που κουβαλούσε.
Πόσα χρόνια οδηγούσε;
Δεν ήξερα αν πλησίαζα ή απομακρυνόμουν από τον προορισμό.
Λίγα μέτρα παρακάτω, ένας παιδικός φίλος (έκανα ότι δεν τον πρόσεξα) περπατούσε κατά μήκος του δρόμου πάνω στο ασβεστωμένο πεζοδρόμιο μιας μονοκατοικίας. Το περπάτημα του ανάλαφρο όπως τότε που ήμασταν παιδιά. Η αλήθεια είναι ότι δεν μπόρεσα να θυμηθώ το παιδικό του πρόσωπο. Πάνε χρόνια από τότε και, αν δεν κάνω λάθος, δεν είδε κανείς τον άλλον να μεγαλώνει. Οι λερωμένες πατημασιές του ξεραίνονταν αμέσως στον λευκό ασβέστη πάνω σε άλλες παλαιότερες, σβησμένες, μισές. Η ηλικιωμένη νοικοκυρά του σπιτιού, σαν σκοτεινή φιγούρα, είχε βγει και στεκόταν στην εξώπορτα κοιτώντας μας βλοσυρά. Σαν να κατάλαβε ποιοί ήμασταν. Είδε την βρώμα που έκρυβα εγώ στις ρόδες μου κι εκείνος κάτω απ’ τα παπούτσια του.
Σκοτείνιασε. Τα δημοτικά φώτα άνοιξαν ξαφνικά.
Το λευκό χρώμα του πεζοδρομίου κι ο ασβέστης πήραν μια άχαρη ασημί απόχρωση κάνοντας τις πατημασιές δυσδιάκριτες στο σαρωτικό φως της λάμπας. Όλα πια φαίνονταν ίδια. Γκρίζες σκιές κάτω απ’ το άδοξο νυχτερινό φώς. Η γριά χάθηκε στην αυλή της ενώ ο φίλος απομακρυνόταν χτυπώντας νευρικά πια τις φτέρνες του στο έδαφος. Τίναζε παντού την λάσπη των ποδιών του. Έγερνε το κορμί του κι έτρεμε.
Όπως η πόλη.
Η πόλη τρεμόσβηνε κι ο δρόμος γινόταν πιο γνωστός.
Θυμήθηκα επιτέλους να στρίψω δεξιά.