«Πίσω από τα καθημερινά πράγματα/ υπάρχει ένα καθημερινό όνειρο:/ να πάρεις το λεωφορείο, να πιεις καφέ,/ να αποστρέψεις τα μάτια από ψεύτικους/ ουρανούς, πολιτικές εξουσίες. / […]/Βρίσκεσαι σπίτι. Προσπαθείς να στηρίξεις/ το ταβάνι με τους καπνούς του τσιγάρου/ και την έρμη την ποίηση.» Αυτoί οι στίχοι του Γιάννη Κοντού, του 1980, τραγουδισμένοι από την Αφροδίτη Μάνου, μου ήρθαν στο μυαλό την πρώτη φορά που διάβασα την ποιητική σύνθεση της Μαρίας Κουλούρη Καθημερινά Κρεβάτια (Μελάνι, 2017). Σε αυτή την ποιητική σύνθεση όμως, η ποιήτρια Μαρία Κουλούρη αρνείται να αποστρέψει τα μάτια. Το αντίθετο. Τα ανοίγει διάπλατα, σε αυτά τα καθημερινά πράγματα που πληγώνουν και πονούν. Φέρει τη δική της ευθύνη ως καλλιτέχνης να μην αποστρέφει τα μάτια και, με τις λέξεις της, την ποίησή της, να προσκαλεί εμάς τους αναγνώστες να ανοίξουμε τα δικά μας μάτια, να φέρουμε τον εαυτό μας αντιμέτωπο με τα πράγματα, να διασταυρώσουμε το εγώ μας με το εσύ. Έτσι, να μπορέσει να καταστεί αυτό, ο τρόπος διαχείρισης της εμπειρίας της πόλης, ο τρόπος διαχείρισης της κατάστασης του σήμερα στην πραγματικότητα της Ελλάδας της κρίσης, της Ελλάδας της ήττας.
Γι’ αυτό και τα πρόσωπα στον ποιητικό λόγο της Μαρίας Κουλούρη διαπλέκονται σε μια σειρά στρωμάτων αλλεπάλληλων αρθρώσεων προσομοιάζοντας αυτή την ποιητική σύνθεση με θεατρικό έργο, με ένα είδος ποιητικού, θα έλεγε κανείς, μονόπρακτου σε πέντε μέρη.
Τα Καθημερινά Κρεβάτια της Μαρίας Κουλούρη θα μπορούσε να ιδωθεί ως ποιητική σπουδή της ψυχής της Ελλάδας του σήμερα, όπου η ποιήτρια ιχνηλατεί στα ποιήματά της την εσωτερική δυστοπία του Έλληνα κάτω από το βάρος των πολιτικών και κοινωνικών γεγονότων της σύγχρονης ιστορίας μας. Θέματα που επανέρχονται, επί των τύπων των ήλων, των ποιημάτων δηλαδή, της συλλογής, είναι το τραύμα, η ενοχή, η μοναξιά, η ήττα, η απομόνωση και η λύπη. Η ποιήτρια επικεντρώνεται σε έναν τραυματισμένο χώρο· στον εγκλωβισμό των ανθρώπων στη στεγνή καθημερινότητα, στα αδιέξοδα του σύγχρονου πολίτη, στο αναπόδραστο αίσθημα ασφυξίας μέσα σε έναν άξενο τόπο. Με ευαισθησία και όχι κυνισμό, με ρεαλιστική γραφή που διακρίνεται όμως από μουσικότητα, η ποιήτρια ανατέμνει την ψυχή της εποχής μας. Γι’ αυτό ίσως, και έχει αφιερώσει την ποιητική της συλλογή, απ’ ότι βλέπουμε στην πρώτη σελίδα του βιβλίου, «στους ανατόμους», δηλαδή σε όλους όσους συνεργούν με την ίδια σε αυτό. Η ποιητική αυτή συλλογή αναδύεται αρχικά, ως ποίηση των ερειπίων, ποίηση των πεπτωκότων. Ονείρων, ανθρώπων, αξιών. Ποίηση της πτώσης. Ποίηση του χώματος. Της λάσπης. Της τρύπας κάτω από τη γη. Συντριμμένα πρόσωπα που συνεχίζουν όμως να μιλούν και να μιλούν:
«Συμφώνησα ν’ αντέξει η γη
Ένα βάρος ακόμα
Κάθε χαλίκι διακοπή στο δέρμα
Του άμυαλου και μοναχού προφήτη
Τραύματα θανάσιμα βαθιά
Χάσκουν στο σώμα καθώς μιλά».
Το ποιητικό σώμα εμφανίζεται ως ένα δέντρο, ριζωμένο σε μια πολιτεία – δάσος, σε μια πόλη που νοσεί, που έχει δεχτεί απανωτά τα χτυπήματα από λόγια τσεκούρια, από υποσχέσεις καρφιά, από πράξεις μαχαίρια. Μια πόλη που καθημερινά, καθημαγμένη, πέφτει στο κρεβάτι της για να κοιμηθεί έναν ύπνο όχι δικαίου, αλλά έναν ύπνο στο άδικο, στη ματαίωση, τη διάψευση, τον πόνο, το παγωμένο χώμα:
«Παγώνει το σώμα κάτω από τα δέντρα
Πρέπει να αδειάσουμε τα δάση
Έφτιαξα χώρους μετρώντας ρίζες
Ύψος και πλάτος στέρεα σημεία».
Σε αυτόν τον τόπο, εδώ, στην Ελλάδα των τελευταίων δεκαετιών, τα στέρεα σημεία όμως γκρεμίστηκαν σωριάζοντας μαζί τους όλα τα σώματα που βημάτισαν στους δρόμους της υπόσχεσης της ανοικοδόμησης. Ακόμα και κάποιες απλές, μονοσύλλαβες, καθημερινές, λέξεις έχουν σηματοδοτηθεί, φέρουν νέο άχθος, βαραίνουν αποκαλύπτοντας ίχνη από νέα αδιέξοδα:
«Θα ′ναι όχι
Κρατάνε την αλήθεια τους οι μονοσύλλαβες λέξεις
Τουλάχιστο σε αυτό εδώ το μέρος
Που ονομάσατε τόπο
Με όλο το βάρος του ίχνους».
Αυτός ο τόπος, αυτή η εποχή γενικότερα, είναι ένας τόπος όπου τα παιδιά κάθε βράδυ κοιμούνται, με την άγνοια της αθωότητας, ακουμπώντας το κεφάλι τους σε μαξιλάρια παγωμένα, όπως γράφει η Μαρία Κουλούρη:
«Παιδιά κοιμούνται μες στα δάση
Στο πιο απαλό σκοτάδι σέρνουν μάγουλα
Μορφές της άγνοιας με δάχτυλα στο στόμα».
Κάπου όμως μέσα σε αυτό το δάσος από πέτρες, χώμα, λάσπη, τοίχους, διαφαίνεται μια φωνή, ένα «εμείς» που αρθρώνει λόγο, ένα «εμείς» όχι «εγώ», που φωνάζει υπόκωφους ήχους. Κάθε μέρα σηκώνεται από το κρεβάτι του πληγωμένου παιδιού, και τώρα βλέπει. Χτίσαμε μια κοινωνία πάνω σε σαθρά θεμέλια, κατοικήσαμε μια κοινωνία ανεκπλήρωτη. Και τώρα ζητά, αναγνωρίζει, κατονομάζει, διεκδικεί τα χαμένα όνειρα, τις υποσχέσεις, για ένα μέλλον που όμως, δεν είναι ορατό:
«Εμείς αν ζούμε αποθέτουμε ύπνους
Όνειρα εσείς σε καθημερινά κρεβάτια
Ορατοί και πότε αόρατοι περνάτε
Από το δωμάτιο στους τοίχους
Και αντίστροφα
Περιμένοντας τη στιγμή
Αυτή που έρχεται μια φορά
Και ύστερα φεύγει μαζί με σας
Καθώς αλλάζετε γραμματική
Και ασκείται ο χρόνος ανάμεσα
Σε αυτούς που ήταν
Και όσους ακόμα είναι
Κανείς όμως δεν φαίνεται στο μέλλον».
Κι «εμείς», αναλογίζεται συχνά η ποιήτρια, εμείς που νομίζαμε πως κάναμε το χρεός μας μεγαλώνοντας και νουθετώντας τα παιδιά, τα παιδιά που τώρα φεύγουν από αυτόν τον τόπο αναζητώντας την τύχη τους αλλού, ποιες είναι τελικά οι δικές μας ευθύνες; Οι ματαιώσεις έχουν γίνει σιωπές, έχουν γίνει προσευχές στον καιρό της δικής μας μεγάλης, διαρκούς και αναπόδραστης, Λύπης. Ο ποιητής Βύρων Λεοντάρης έγραφε «Μόνον διά της λύπης είμαι εισέτι ποιητής», και η Μαρία Κουλούρη γράφει:
«Να το ακούς το σώμα
Όταν κρεμάει τη σιωπή
Καταγραφή θνητού που βούτηξε στις ρίζες
Σπέρνει θερίζει νηστείες ο νέος
Μιλώντας για τα σύνορα
Συχνά αργεί να φτάσει».
Και αλλού:
«Γνωρίζοντας το πρόβλημα της αφοσίωσης
Δέχονται μια άλλη αρχή
Την αμαρτία της λύπης
Και αρχίζουν προσευχές
Για να μην πέσουν πάλι
Κρατήματα στραμμένα προς τα μέσα
Χωρίς τη δύναμη της φύσης
Μόνο η φωνή τους ανέχεται την πίστη».
Λυπημένα πρόσωπα περιφέρονται στραμμένα προς τα μέσα, κλεισμένα στα σπίτια τους, εγκλωβισμένα μέσα στην καθημερινή βιοπάλη, αγωνίζονται να αντέξουν την σκληρή ματαίωση, μοιραία στρέφουν την προσοχή τους σε απόκτηση υλικών αγαθών, αφού Πού τώρα, κουράγιο για δράση; Πρόσωπα ακινητοποιημένα, παραλυμένα, παθητικά, δεκτικά της ήττας. Πρόσφυγες στον ίδιο τους τον τόπο. Η ποιητική σύνθεση «Καθημερινά Κρεβάτια» της Μαρίας Κουλούρη συνοψίζει το ζήτημα του τραγικού στην καθημερινότητα, την αμηχανία μπροστά στο και τώρα τι;, την αδυναμία του ανθρώπου-πολίτη που έχει παραδοθεί στο πεπρωμένο του. Φέρει τη λύπη για το θνήσκον παρόν, το ματαιωμένο παρελθόν, το θνησιγενές μέλλον:
«Πάψαμε το κλάμα
Στεγασμένοι περιμένουμε λόγια
Κάτι ν’ αγγίξει τα σιωπηλά μας κεφάλια
Δεν θα πεθάνουμε είπαμε
Ύστερα κλείσαμε τις πόρτες
Και μείναμε ν΄ αφουγκραζόμαστε
Βήματα αναχωρητών και διαρρήξεις
Το ίχνος μιας εισπνοής
Φλέβα να θυμίζει παλμό».
Όμως, δεν τελειώνει έτσι, η Μαρία Κουλούρη. Η ίδια ως ποιήτρια, ως πολιτικό ον, μέρος του όλου της Πόλης, διατείνεται ότι υπάρχει ακόμα χρόνος γι’ αυτό το «εμείς», υπάρχει ακόμα ο σπόρος, υπάρχει ακόμα η πνοή του ζωντανού, έστω κι αν το σώμα είναι πεσμένο, μισοπεθαμένο, κοιμισμένο στα καθημερινά του κρεβάτια:
«Ακόμα σώνεται η μνήμη
Χτισμένη πάνω σε θεμέλια
Μέσα στη σκόνη
Κάτω από τη σκεπή
Στην αγριάδα του στεγνού κορμιού
Στην τρύπα του σαρκίου
Σφηνωμένη στα σπλάχνα».
Κάποιοι λίγοι που περίσσεψαν, είναι οι λίγοι που κάνουν τη μαγιά για το αύριο:
«Ύλη στέρεη γεμίζει το κενό
Μας δάγκωσε στο σβέρκο
Και σημαδεμένοι προχωράμε
Διπλωμένη στα χέρια η ανάσα
Τελευταία εισπνοή όσων περίσσεψαν
Ανάβαση με πλάτες ελαφριές
Στα όρη που μοιάζουν στέρεα».
Στο πέμπτο και τελευταίο μέρος της ποιητικής αυτής σύνθεσης, το ποιητικό πρώτο πρόσωπο, το «εγώ» μοιάζει «συλλογικό», ένα εγώ-εμείς που ταυτίζεται με το σύνολο των εναπομείναντων δρώντων προσώπων, που θα αναρριχηθεί αυτόν τον σκοτεινό βράχο της λύπης. Που θα αρθρώσει λόγο. Που θα φέρει το φορτίο της λύπης αλλά και της ανατροπής. Που θα γράψει, που θα μιλήσει, που θα ενεργήσει, θα πάει στην πρώτη γραμμή. Που θα πάρει, όπως γράφει η Μαρία Κουλούρη, τη μορφή του δέντρου που κι αν μαραίνεται κάθε βράδυ, το επόμενο πρωί μαζεύει τα κομμάτια του και ξεκινά πάλι. Έτσι, θα γίνει ο αέρας της αντίστασης εναντίον της κυριαρχούσας, παραλυτικής και νοσηρής, Λύπης:
«Έτσι γίνομαι ήχος
Χτύπημα του χρόνου
Και είμαι εγώ ο ύπνος των παιδιών
Φορτίο της φύσης μου ένα δέντρο
Κάθε πρωί γεννάω τον κορμό του
Το βράδυ σκουπίζω τους καρπούς
Και είναι το μόνο που μένει
Σε μια κατάσταση διαφορετική
Από αυτό που οι έγκλειστοι κάνουν
Ή όσοι γυρίζουν ικέτες ύλης».
Η ίδια η ποιήτρια, επιλέγει μέσω μιας ποιητικής αφήγησης εαυτού, να δώσει λόγο ενώπιον ενός «εσύ»˙είναι ο τρόπος της να αναλάβει την ευθύνη της απέναντι στην κοινωνία. Όπως γράφει η Τζούντιθ Μπάτλερ «το είδος της αφήγησης που απαιτείται προκειμένου να δώσουμε λόγο για τον εαυτό μας δέχεται ως δεδομένο ότι ο εαυτός μας έχει μια αιτιώδη σχέση με τον πόνο των άλλων […] ακόμα κι αν, σε μια δεδομένη περίσταση, μπορεί ο εαυτός να μην ήταν η αιτία που προκάλεσε τον συγκεκριμένο πόνο».(«Λογοδοτώντας για τον εαυτό», 2009) Γι’ αυτό η Μαρία Κουλούρη επιθυμεί, μέσω της ποιητικής της πράξης, να φέρει την ανάσα μιας νέας ζωής, να ενεργήσει, να οδηγήσει σε κίνηση, απαρνούμενη την περιρρέουσα στατικότητα, την παραλυσία, το βάλτωμα. Σηκωθείτε, σαν να λέει, η ποιήτρια Μαρία Κουλούρη, από τα καθημερινά κρεβάτια σας, απ’ την υπνωτική λύπη, από τη νωθρότητα του μάταιου. Κινηθείτε, ενεργείστε, αυτό είναι το δικό της ποιητικό προσκλητήριο, που έχει μια δυναμική που συνδέει την πολιτική με την υπαρξιακή αγωνία., που όπως γράφει είναι:
«Μια ενέργεια δηλωμένη στα χαρτιά
Ως έμψυχη αναπνοή
[…]
Για μια πεποίθηση γερή
Αναρριχώμενη μέχρι τον τελευταίο στίχο
Το έσχατο κλαδί το κεφάλι μου».
Ο καθηγητής Κλασικών Σπουδών και Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Michigan (ΗΠΑ) Βασίλης Λαμπρόπουλος, σε πρόσφατο άρθρο του με τίτλο «Η Αριστερή Μελαγχολία στην ελληνική ποιητική γενιά του 2000» αναφέρει ότι αν ανατρέξουμε στις ποιητικές συλλογές που έχουν κυκλοφορήσει την τελευταία δεκαετία, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε μια ομάδα ποιητών και ποιητριών – ένα ρεύμα αέρος, όπως μοιάζει να την ονομάζει η Μαρία Κουλούρη που και η ίδια ανήκει στην ομάδα αυτή-, που συνάδει με τον όρο «Αριστερή Μελαγχολία». Αυτή η σύγχρονη ελλαδική ποιητική τάση στο εξωτερικό αποκαλείται συχνά και «ποίηση της κρίσης». Θεωρητικά προσεγγίζει τους Μπένγιαμιν, Αντόρνο και Μπάτλερ, και ποιητικά εκφράζει τη μελαγχολία της ματαίωσης και της κατάρρευσης αξιών λόγω της πρόσφατης πολιτικής και πολιτισμικής μας κρίσης. Οι ποιητές και ποιήτριες του 2000, ανάμεσά τους και η Μαρία Κουλούρη, δεν συνδιαλέγονται με την καθιερωμένη γενιά του 30, εκτός συγγραφέων που ξεφεύγουν των χαρακτηριστικών της γενιάς αυτής, όπως ο Κάλας, η Αξιώτη και η Χατζηλαζάρου, αλλά περισσότερο συνδιαλέγονται με την ποιητική γενιά του ‘50 και του ΄60. Έτσι και στην ποίηση της Μαρία Κουλούρη ανιχνεύονται επιδράσεις από Σαχτούρη, Αναγνωστάκη, Καρούζο, Λειβαδίτη, Γκόρπα, Κοντό, όπως και απηχήσεις από θεατρικά έργα του Άρη Αλεξάνδρου, της Λούλας Αναγνωστάκη, των θεατρικών, ή/και ποιητικών έργων της Μαρίας Λαϊνά.
Ο όρος «Αριστερή Μελαγχολία» δεν έχει να κάνει απαραίτητα με την κομματική πεποίθηση ή την ιδιωτική ζωή των ποιητών και ποιητριών. Περισσότερο εκδηλώνεται στην πρόθεση για ζωντανό διάλογο της ποίησης με την πολιτική και την κοινωνία, στη στάση που επιλέγει να κρατήσει ο ποιητής ή η ποιήτρια ως συνείδηση της προσωπικής ευθύνης μέσα στην κοινωνία που ζει. Γι’ αυτό και σήμερα βλέπουμε αυτούς τους ποιητές και ποιήτριες να εμπλέκονται σε ένα δίκτυο συγγραφέων που συμμετέχουν με τα ποιήματά τους ενεργά σε διάφορα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα. «Οι Έλληνες ποιητές και ποιήτριες της δεκαετίας του 2000, έχουν ισχυρή πολιτική συνείδηση και ενδιαφέρονται για τη δημόσια παρουσίαση του έργου τους. Για αυτούς η ποίηση δεν σταματά στη συγγραφή στίχων αλλά επεκτείνεται στο πεδίο της κυκλοφορίας τους με την ευρεία έννοια. Όταν παρουσιάζεται στο κοινό – όχι το πώς προσλαμβάνεται αλλά το τι ακριβώς δημιουργείται συνεργατικά», γράφει ο Βασίλης Λαμπρόπουλος, συμπληρώνοντας ότι «Ποτέ Έλληνες συγγραφείς δεν εκδήλωσαν τόση συμπαράσταση ο ένας στον άλλον, και αλληλεγγύη με τους αναγνώστες τους.». Και υπογραμμίζει χαρακτηριστικά: «Το μέλλον της ποίησης θα είναι συνεργατικό».
Τη δική μας συνέργεια ως αναγνώστες και αναγνώστριες, τη συνδυασμένη δράση του ποιητικού σώματος με το αναγνωστικό κοινό του, προσκαλεί η Μαρία Κουλούρη με την ποιητική της σύνθεση «Καθημερινά Κρεβάτια» όταν χαρακτηριστικά γράφει στην επωδό:
«Και αν στέκομαι στο χείλος του βίου
Δεν είναι γιατί αντέχω το βάρος
Είναι γιατί τελείωσε το χώμα
Και πού να μπουν οι λέξεις
Κάποιος πρέπει να κρατήσει τη γραμμή
Χρειάζεται αέρας
Να κουνηθεί το φύλλωμα».
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.