Πάρος ΙΙ ή Γιατί ο Αρχίλοχος
Πάρος, η αγάπη της πέτρας
λαξευμένης απ’ το κύμα
πυρωμένης απ’ τον ήλιο.
Ποτισμένη τα μεθυσμένα όνειρα
χορτασμένη τη μυρωδιά του θυμαριού.
Απιθωμένη στην άμμο
και γύρω της τ’ αχνάρια του Αρχίλοχου
από τότε που έψαχνε, την ασπίδα του
που του ήταν βάρος, ασήκωτο.
Γιατί δεν μπορείς να γράφεις ποιήματα
κουβαλώντας μια ασπίδα.
Τα τζιτζίκια του Giacometti
Το άνθος του κακού
ρίχτηκε στο πέλαγος.
Δία, συγχώρεσέ μας.
Στη Λέσβο
Κάθε βράδυ η δολοφονημένη
ποιήτρια Σαπφώ
σηκώνεται απ’ τον τάφο της
Μαζεύει τα πτώματα
μικρών πνιγμένων τζιτζικιών
που ξεβράστηκαν κακήν κακώς
χωρίς όμως θόρυβο
από τη θάλασσα
Στον Μόλυβο δίπλα στα ουζερί
Στην Εφταλού πίσω από τις ξαπλώστρες
Στο λιμάνι κοντά στις καφετέριες με τους φοιτητές
Το ενδιαφέρον στην παραπάνω ιστορία
είναι ότι τα τζιτζίκια αυτά υπήρξαν για τους περισσότερους
μεταχρονολογημένες επιταγές
ενώ κατά άλλους μοντέλα του Giacometti.
Τα δάση
Τα δάση είναι κήποι μυστικοί
με μυρωδιές, με λευκά σεντόνια
πύλες που ανοίγουν με ψιθυρισμούς, και
υπόηχους κρότους οπλών
γυμνών νεράιδων
Τα δάση έχουν φλέβες,
μνήμη
παλιές πληγές
–κραυγές του Πάνα
στάζει το σιωπητήριο–
Τα δάση αγαπούν τον ουρανό
και τα στοιχειά
Ντύνονται χρώματα
Τις νύχτες, συλλέγουν όστρακα
Τα δάση αναγεννάνε τους νεκρούς τους.
Η πόλη μου τη νύχτα
Η ανάληψη της σελήνης
πάνω από ένα κοντόχοντρο βουνό
και τρισάθλιες πολυκατοικίες
με σπιτωμένα τα όνειρα
των άυπνων ενοίκων τους.
Βουνό,
με φυτρωμένες κεραίες.
Οδοντογλυφίδες καρφωμένες
σε ακρωτηριασμένο πλοκάμι χταποδιού.
Η πόλη μου, τη νύχτα.
Οι ψαράδες πριν βγουν για πυροφάνι
Το μπαούλο μυρίζει υγραέριο και πτώση. Επεξεργάζομαι το περιεχόμενο.
Ένα περίστροφο, μια σκουριασμένη εξάτμιση, ληγμένα χάπια, πικραμύγδαλα, θραύσματα από ασπίδες πελταστών, σπασμένα ακόντια, τα ιδρωμένα ρούχα της νύχτας.
Στον πάτο χαρτιά εμποτισμένα με βενζίνη και αμερικάνικα σπίρτα διάσπαρτα.
Σκοτάδι και ένα ετοιμόρροπο μουρμουρητό.
Τη νύχτα σταυρώνουν τις φωτιές
Κλείνουν τους λογαριασμούς με τους πεθαμένους.
Αφήνουν το σημείωμα κάτω απ’ τη λάμπα θυέλλης.
Μια τελευταία επιθεώρηση του κήπου.
Σκουπίζουν τον ιδρώτα της νύχτας από το μέτωπο των αγαλμάτων.
Ύστερα ανάβουν τη μηχανή του αυτοκινήτου
ή γυρίζουν το μύλο στο περίστροφο
μπορεί να προτιμήσουν 50 χάπια.
Πριν μπουν στη βάρκα
Θα κάνουν το σταυρό τους, τρεις φορές.
Στους αναληφθέντες ποιητές
(Αλεχάντρα Πισαρνίκ, Αλέξη Τραϊανό, Κώστα Καρυωτάκη)
[Από την υπό έκδοση ποιητική συλλογή Ο Αρχίλοχος έπεσε από τη σελήνη με αλεξίπτωτο στην πόλη, εκδ. Οδός Πανός 2018.]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.