frear

Για την «Τέφρα ονείρων» του Μάριου Μιχαηλίδη – γράφει η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου

Μάριος Μιχαηλίδης, Τέφρα ονείρων, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2016.

Πέρασε καιρός, 13 ολόκληρα χρόνια, από την τέταρτη ποιητική του συλλογή με τον τίτλο «Σαν άλλοθι οι λέξεις», για να ξαναμιλήσει ποιητικά ο Μάριος Μιχαηλίδης. Γιατί στο διάστημα αυτό δεν ήταν απών από τα λογοτεχνικά μας πράγματα. Αντίθετα. Με την παράλληλη ιδιότητα του πεζογράφου εξέδωσε πέντε μυθιστορήματα, στα οποία, εκτός των άλλων, εύκολα διαπιστώνει κανείς την ποιητική του καταγωγή.

Και τώρα, με την παρούσα ποιητική σύνθεση επιστρέφοντας, θαρρείς και απολογείται σπεύδει να μας πληροφορήσει για τα όσα προηγήθηκαν της απουσίας του. Κάτι ακούστηκε για πυρκαγιά, κάτι για ξεριζωμό, κάτι για έναν ύπνο βαθύ απ’ τον οποίο επέστρεψε κρατώντας στα χέρια του απομεινάρια στάχτης…

«Τέφρα ονείρων» αναφωνεί στο εξώφυλλο της συλλογής, λες και εκμυστηρεύεται τον λόγο που τον κράτησε τόσον καιρό μακριά απ’ τη σκηνή του ρυθμικού λόγου. Η μνήμη της καταστροφής συμπυκνωμένη ολόκληρη σε έναν τίτλο με χρώμα σταχτί και καπνισμένο. Τέφρα! Μια σκόνη πυκνή σαν μαύρο αλεύρι, μάρτυρας αδιάψευστος προηγηθείσας ύλης ακέραιης και ένδοξης. Η τέφρα, συνώνυμη της ματαίωσης και της συντριβής, της λήξης και του αφανισμού δεν είναι παρά το απείκασμα ενός σύμπαντος παρελθοντικού που υπέστη το μένος της φωτιάς μαρτυρώντας την επέλαση της οριστικής αποδόμησης. Ή μήπως τελικά δεν είναι και τόσο οριστική, αφού κάποτε μια δύναμη μικρή και άσβεστη βρίσκεται καλά κρυμμένη μέσα της φυλάγοντας κάτι απ’ τη μνήμη της φλόγας που προηγήθηκε. Μνήμη λάκτισμα και μνήμη βατήρας για αναζωπυρώσεις ή αλλιώς για αιφνίδια ανάδυση ενός κόσμου νέου που σαν το τριζόνι θα αναστηλώσει με το τραγούδι του τη φύση σε πείσμα της κατάρρευσής της. Όμως, ένας συγκλονισμός μόνο με έναν άλλο συγκλονισμό ισοδύναμο μπορεί ν’ανατραπεί. Κι αυτό που καταρρέει, στην πραγματικότητα είναι αυτό που χάνει τον συντονισμό του με τον αρχαίο ρυθμό, απομακρύνεται δηλαδή από την πρώτη φωνή και αποσυντονίζεται. Ο Μάριος Μιχαηλίδης λοιπόν αποφασίζει να κατασκευάσει εκ νέου τις προϋποθέσεις, ώστε να δημιουργηθεί το σκηνικό που θα φιλοξενήσει τη δυνατότητα του ήχου. Του νέου ήχου. Κι αυτό που κάνει συνάδει απόλυτα με την ίδια την ιδιότητα του ποιητή που εντέλει είναι η μίμηση του ίδιου του Δημιουργού. Ας γίνω πιο σαφής. Όταν ο Jacques Prévert έδινε οδηγίες ή αλλιώς υποδείκνυε τους τρόπους για να ζωγραφίσουμε ένα πουλί, στην πραγματικότητα συνέγραφε την πιο σοφή συνταγή αναδημιουργίας του κόσμου που θα θέλαμε να ζούμε. Μας προέτρεπε λοιπόν να δημιουργήσουμε εκείνες τις συνθήκες που θα του επέτρεπαν να κελαηδήσει ή ακόμα απλώς και μόνο να εμφανιστεί. Κατ’ αντιστοιχία θα λέγαμε πως για τον κόσμο που οραματιζόμαστε αρκεί να ζωγραφίσουμε το πλαίσιο, να ορίσουμε το σχήμα του, να τον διακοσμήσουμε και στη συνέχεια να εισέλθουμε εντός του νόμιμοι κάτοχοι και ιδιοκτήτες του, για να τον κατοικήσουμε. Ποιητική αδεία θα πει κάποιος. Ποιητική ευφυΐα θα έλεγα εγώ.

Ζωγραφίστε πρώτα ένα κλουβί / με μια πόρτα ανοιχτή/ζωγραφίστε μετά/κάτι όμορφο/κάτι απλό/κάτι ωραίο/κάτι χρήσιμο/για το πουλί/βάλτε μετά το μουσαμά απάνω σ’ ένα δέντρο/σ’ ένα κήπο/σ’ ένα πάρκο/ή σ’ ένα δάσος/κρυφτείτε πίσω από το δέντρο/χωρίς μιλιά/τελείως ακίνητοι…/Κάποτε το πουλί έρχεται γρήγορα/μα μπορεί και να περιμένει χρόνια/πριν τα’ αποφασίσει./Μην απογοητευτείτε./Περιμένετε/περιμένετε αν χρειαστεί χρόνια ολόκληρα./ Το αν έρθει γρήγορα ή αργά το πουλί/δε θα ’χει καμία σχέση/με την επιτυχία του πίνακα./Όταν φτάσει το πουλί/αν φτάσει/κρατήστε απόλυτη σιωπή/περιμένετε να μπει το πουλί στο κλουβί/κι όταν μπει/κλείστε απαλά την πόρτα με το πινέλο/μετά/σβήστε ένα ένα όλα τα σύρματα/προσέχοντας να μην αγγίξετε ούτε ένα φτερό του πουλιού./Ζωγραφίστε κατόπιν το δέντρο/διαλέγοντας το πιο ωραίο κλαδί του/
για το πουλί/ζωγραφίστε ακόμη το πράσινο φύλλωμα και τη δροσιά του ανέμου/τη σκόνη του ήλιου/το σούρσιμο των ζώων στη χλόη μέσα στο κάμα του καλοκαιριού/
και μετά περιμένετε ν’ αποφασίσει το πουλί να τραγουδήσει./Αν δεν τραγουδά το πουλί/είναι κακό σημάδι/σημάδι πως ο πίνακας είναι κακός/μ’ αν τραγουδά είναι καλό σημάδι/σημάδι πως μπορείτε να υπογράψετε./Τραβάτε λοιπόν πολύ απαλά/ένα φτερό απ’ το πουλί/και γράφετε τ’ όνομά σας σε μια γωνία του πίνακα.

Στην πρώτη ενότητα από τις τέσσερις του βιβλίου ο Μιχαηλίδης έχει ανάγκη να επαναφέρει τον ήχο εκεί που κόπηκε άξαφνα η λαλιά και να συντονίσει τον εαυτό του αλλά κι έναν λαό ολόκληρο που αποσυντονίστηκε, όταν αποφασίστηκε η βίαιη εκδίωξη απ’ τον Παράδεισό του. Τι κάνει λοιπόν; Ακολουθώντας τις οδηγίες του Πρεβέρ ζωγραφίζει τον κήπο και τα δέντρα και εγκαθιστά λέξεις πουλιά επάνω στα κλαδιά να τραγουδήσουν. Είναι οι λέξεις που ονομάζουν τα πράγματα κι ευθύς γίνεται ο κήπος, είναι οι λέξεις που οικοδομούν τον νέο τόπο για το ελεύθερο κελάηδημα των πουλιών.

Όταν μπήκα στον κήπο αντίκρισα συνωστισμό / Η συστοιχία των μυριστικών / Θριαμβολογούσε τα ακατάληπτα ρήματα των μελισσών / Και οι κηπουροί αφημένοι στην έκθαμβη μέρα / Έσκαβαν στις υπώρειες του έσχατου χρόνου // Όλα κατολίσθαιναν τα πέταλα η γύρη / Με τα μυστικά φορέματα οι λέξεις που / Γέμιζαν τις οπτασίες των σχημάτων / Μια ακατανίκητη έλξη ωσάν μαγνητισμός/ Την ώρα που επωάζονται τα αμφίβια πουλιά / Η Μεγάλη Ακολουθία των Ωρών –σκέφτηκα- […] (α΄)

Το ποίημα λοιπόν γίνεται δέντρο που πάνω του ο ποιητής ανεβάζει πουλιά να υμνήσουν,όπως λέει,την Κύπριδα που μπορεί να είναι η Αφροδίτη μπορεί όμως και η ίδια η Κύπριδα γη, της οποίας τον διαμελισμό βιώνει. Με εικόνεςπου παραπέμπουν στη Γένεση και διαδοχικά στη δημιουργία του Παραδείσου άξαφνα γινόμαστε μάρτυρες του αιφνίδιου εξορισμού των αμέριμνων πουλιών, που τώρα πια με τις φτερούγες τους σαν φλάμπουρα καμένα μεταμορφώνονται σε πουλιά ηλεκτροφόρα, την ίδια ώρα που […] Κάτω / τα καλώδια εξακολουθούν / Να μεταδίδουν ασαφείς ειδήσεις / Για την τύχη τους (γ΄).

Αναπαριστώντας το θολό τοπίο όπου σκιαγραφείται η αβέβαιη τύχη του τόπου του με τους ανθρώπους πουλιά παγιδευμένα να φτερουγίζουν άλλοτε φοβισμένα κι άλλοτε μεταμφιεσμένα σε μαντατοφόρους ειδήσεων σκοτεινών, επικαλείται την ελπίδα της επιστροφής και αρπάζεται από ένα κλαράκι αισιοδοξίας. Μια αισιοδοξία που ακούει στο όνομα παλιννόστηση ή αλλιώς μια ελπίδα νεκρή που αναλαμβάνει μόνη την νεκρανάστασή της.

[…] Κάτω / Το σώμα έπαλλε / Αφημένο καθώς ήταν / Στη λαγνεία των συνειρμών / Κι όλο αδημονούσε πότε / Θα επιστρέψουν τα πουλιά / Που τα ξάφνιασε η ιδέα / Μιας τελευταίας αποδημίας (θ΄)

Τα πουλιά ωστόσο φορτωμένα την τέφρα της πυρπόλησης σκοτεινιάζουν τον ορίζοντα και γίνονται Κασσάνδρες μελανές που απηχούν την ερημία. Μοναδικό αντίδοτο στην αλαλία του τοπίου είναι η επίκληση της πρώτης των πάντων αρχής. Κι αφού εν αρχή ην ο Λόγος, στην περίπτωσή μας ο ποιητής δημιουργός αποφασίζει να αρθρώσει λόγο ποιητικό, προκειμένου να γεννηθεί ξανά το τοπίο και μάλιστα να φωτιστεί με φύλλα,τη φωτοσύνθεση των οποίων μοιάζει να αναθέτει στις λέξεις. Ο Μάριος Μιχαηλίδης συλλέκτης αποχρώσεων σηκώνει ένα ιδιότυπο αεράκι δωματίου, συμπλέκει χρώματα με πουλιά και αντιστέκεται στην οριστικότητα της διάλυσης ενός λαού σταλάζοντας στην οργή του μαύρου και του γκρι το υποκίτρινο της Βενετίας και το χρυσαφί της Πόλης.

Η άστικτη γραφή του που ξεκινά στιχοποιημένη και καταλήγει πεζόμορφη μιλά για το αλλότριο και το μοναχικό, το ανεκπλήρωτο και το ματαιωμένο στήνοντας μες στην αλληγορία της την κατοικία και το σκηνικό, το ρούχο και τον έρωτα, ένα ρούχο όχι για να φορεθεί μα για να το ξεντυθεί την ώρα που θα τον επισκεφτεί ο έρωτας.

Δώσε μου μια λέξη να / Στήσω το σκηνικό της νύχτας / Μια κατοικία για τα ορφανά μου όνειρα / Κι ένα καράβι απάγκιο / Δώσε μου μια λέξη / Χωρίς πνιγηρά κακόηχα / Το πολύ δυο φωνήεντα κι ένα / Σύμφωνο υγρό – «Έλα» να μου πεις / Και θα δεις πόσα πουκάμισα θ’ αλλάξω / Μια στέγη θα ντυθώ ή μια θάλασσα για / Να με αντέχουν τα όνειρά μου (β΄)

Στο σημείο αυτό αρχίζει ν’ αποκαλύπτεται σταδιακά η τακτική που ακολουθεί ο Μιχαηλίδης και η οποία είναι η ίδια με αυτήν του Πρεβέρ μα και του Εμπειρίκου, όταν μέσω του οραματισμού ο τελευταίος κατορθώνει να κατασκευάσει τον κόσμο του, να κοιτάξει κατάματα το αόρατο. Γράφει στα «Πουλιά του Προύθου» ο Εμπειρίκος:

[…] Οι λογισμοὶ της ηδονής είναι πουλιὰ / Που νύχτα-μέρα διασχίζουν τον αέρα.//
Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες /Όταν τ’ ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι’ αν τύχει /Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ.

Κάποτε όμως σ’ αυτή την ιδιαίτερη συνομιλία με τη μέθοδο του Εμπειρίκου ο Μιχαηλίδης δηλώνει μάλλον απογοητευμένος, καθώς η διάψευση συχνά διαδέχεται την αισιοδοξία, μ’ αποτέλεσμα οι στίχοι να περιφέρονται αμήχανοι στο αχανές και άνυδρο τοπίο της ποίησης ερήμην ακόμη και αυτών τούτων των ποιητών.

Με τον στίχο Τα Πουλιά του Προύθου μας προσπέρασαν αρχικά ο Μιχαηλίδης καταγγέλλει τον έρωτα που πέρασε βιαστικός κι αδιαφόρησε για την ψυχή που ακόμα έμοιαζε να επιθυμεί, όμως σε ένα δεύτερο επίπεδο υπαινίσσεται και την αδυναμία κάποτε αυτής της ίδιας της ψυχής να συγκρουστεί με τις συμβάσεις και να τις υπερνικήσει. Ταυτίζοντας τη μοίρα των ανθρώπων με εκείνη των πουλιών καταλήγει να τα οικτίρει για την αδυναμία τους ν’ αντισταθούν και να αντέξουν τα αλλεπάλληλα χτυπήματα, τις συγκρούσεις και τις πτώσεις καταντώντας σκιές που μάταια αντιδικούν με τη μοίρα τους. Όμως ο Μάριος Μιχαηλίδης δεν περιορίζεται να συνομιλεί μόνο με τον Εμπειρίκο, αλλά διαλέγεται και με άλλους ποιητές: τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Καβάφη, τον Σεφέρη, τον Ρίτσο τον Ελύτη και βέβαια στις τελευταίες σελίδες και με τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη.

Στη δεύτερη ενότητα τα σκυλιά παίρνουν τη θέση των πουλιών και κυρίαρχη μοιάζει να είναι η τάση ανατροπής του μύθου του Οδυσσέα, καθώς αποφασίζει να στρέψει τον προβολέα του ο ποιητής από τον φημισμένο πολυμήχανο στον σκύλο του τον Άργο, τον οποίο και μετατρέπει σε πρωταγωνιστή που αναλαμβάνει πρωτοβουλίες απρόβλεπτες. Ο Άργος συναισθάνεται, πονά και αγανακτεί, γι’ αυτό και παίρνει εκδίκηση θυμίζοντάς μας την ανάλογη ανατροπή που επιχείρησε ο Γιάννης Βαρβέρης στο έργο του «Ο κύριος Φογκ», όπου έβαζε τον Φιλέα να αντιστέκεται στον Βερν διεκδικώντας για τον εαυτό του τη δυνατότητα να επιλέγει μόνος του τη μοίρα του κι όχι ο συγγραφέας. Κάτι ανάλογο γίνεται κι εδώ, αφού εντέλει ο Άργος αρνείται τον ρόλο του καρτερικού πιστού σκυλιού που περιμένει το αφεντικό του να επιστρέψεικαι επιλέγει να δείξει πίστη υποδειγματική στην Πηνελόπη συγκινημένος από τη μάταιη υπομονή της. Εκφράζει μάλιστα την πίστη του αυτή με βία απρόσμενη και ανατρεπτική.

[…] Τότες ο Άργος δεν άντεξε / Της κυράς του της αδικημένης / Να βλέπει που ξανεμίζονταν οι γλυκασμοί / Για είκοσι τόσα χρόνια…/ Και μ’ ένα πήδο του πήρε το λαιμό / Εκείνου του Οδυσσέα / Που έτσι χωρίς αιδώ / Αφάνιζε τα νιάτα της Ιθάκης.// Το τέλος του Άργου κανείς δεν το ’μαθε / Μόνο έχουν να λένε ακόμα και σήμερα / Πως στη θέρμη του καλοκαιριού / Όταν καταλαγιάζει το λιμάνι / Και κλείνουν τα μπαράκια / Ένα φτερωτό σκυλί βογκάει από έρωτα / Και σέρνει στην πλάτη του υπομονετικά / Μια νύμφη που τηνε λένε Πηνελόπη.(ς΄)

Κι αν κάποιος αναρωτηθεί πού εξυπηρετεί η αλλαγή του μύθου, αν είναι δηλαδή ένα έξυπνο παιχνίδι ανατροπής και αιφνιδιασμού, προκειμένου να προκαλέσει έκπληξη ο ποιητής, θα έλεγα πως μάλλον τα πράγματα είναι λιγάκι διαφορετικά. Αισθάνομαι ότι ξυπνάει μέσα του εκείνη η αρχέγονη υλακή, το πρωτογενές αλύχτισμα της ύπαρξης,που, ενώ θυμάται την πρώτη της ενότητα με την ελευθερία, άξαφνα νιώθει γύρω της τις αλυσίδες και τη βαριά υποταγή. Είναι η στιγμή που αρνείται να συνεχίσει τον υποτελή βουβό συμβιβασμό και παίρνει πλέον τη μοίρα στα δικά της χέρια. Ως εκ τούτου σκοτώνει τον αυτουργό του εγκλεισμού της και βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Πρόκειται για μια ύστατη προσπάθεια διάσωσης της αξιοπρέπειάς της, μια αντίσταση και μια ανατροπή ή αλλιώς ένα αλύχτισμα σωτήριο που κάποτε ακούγεται μέσα στα ποιήματα σαν του σκυλιού την υλακή, παρόλο που κάποιοι φροντίζουν τούτη τη σπαραχτική κραυγή να τη φιμώσουν.

Μέσα σε κάθε ποίημα είναι και ένα σκυλί / Άλλοτε με τη μουσούδα του ν’ αχνίζει πάχνη και σάλιο / Άλλοτε με τις κραυγές των ποιητών να αλυχτούν μες στο χτικιό του ριζικού τους […] Κάποτε τα σκυλιά μας τα φαρμακώνουν / Το σώμα τους στεγνώνει / Και γίνονται πολτός στη μοίρα της ασφάλτου / Τότε μιας ποίησης η πλησμονή μέσα μας σφαδάζει (γ΄)

Η τρίτη ενότητα περιλαμβάνει ποιήματα ερωτικά του ανέστιου πόθου, όπου και πάλι η διάψευση σηματοδοτεί το πλαίσιο μιας ελεγείας για την υποστολή των αισθήσεων με το αντικείμενο του πόθου πατρίδα μακρινή γι’ αυτό και απλησίαστη. Είναι η στιγμή που ο ποιητής έρχεται αντιμέτωπος με μια εκ προοιμίου χαμένη μάχη, καθώς βλέπει το ανάρμοστο ν’ αντιπαλεύει με τη σκιά του.

Κινούμενος λοιπόν ανάμεσα στο ματαιωμένο και στο ατελέσφορο μιλά για τον ρόγχο του έρωτα,τον οποίο όμως συμβιβάζεται να τον βλέπει να πηγαινοέρχεται ελεύθερος και να χωρά σ’ ένα τρύπιο πουκάμισο ανασαίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο όλες τις πιθανότητες.

Ανέστιε πόθε/Μη ζητάς από μένα δανεικά / Τα είπαμε στο χώρο του κοινού μας πεπρωμένου /Οδός Επαιτείας αριθμός μηδέν […] Μα όταν αργείς να φανείς /Βγαίνω κι αλλάζοντας τα σήματα με / Ανεπαίσθητο δόλο /Διαλαλώ τα κέρδη μου // Μια απλόχερη καταχνιά κι ένα / Τρύπιο πουκάμισο για να χωράς /Και να φεύγεις όποτε θες (α΄).

Στην τέταρτη ενότητα συνομιλεί απροκάλυπτα πλέον με την Κυπριακή τραγωδία και μετρά πληγές στο σώμα του τόπου του. Αναθυμάται την αφέλεια των οραματισμών και των μακρόπνοων ονείρων, τον αδικαίωτο πόθο για μια δικαιοσύνη που να αντισταθμίζει επιτέλους τη θυσία. Αντ’ αυτών μαθαίνει να ζει με μια ελπίδα πετρωμένη σαν άγαλμα, καταγράφοντας μόνο τον χρόνο που περνά, άγαλμα ακίνητο, αναγκασμένο ν’ ακούει τα μεθεόρτια και τους επινίκιους αλαλαγμούς, την ίδια ώρα που βλέπει τα εκπονηθέντα σχέδια να καταρρέουν. Να μετατρέπονται διά μιας τα πάντα σε ναυάγιο.

Όταν ανελκύσθη το ναυάγιο / Το πέλαγο εμυρώθη / Την ώρα της θαλάσσιας χαρμονής / Αναδύονταν ευφρόσυνα αγγέλματα / Από την πανσπερμία των χρυσών νομισμάτων // Και επιτέλους / Η μοίρα συνεργός του πνιγηρού πελάγους / Κατεβρόχθισε το σκαιόν της προδοσίας / Καθώς οι σιαγώνες καταθρυμμάτιζαν το πρωραίον μέρος / Της ανήκουστης εκείνης βραχώδους πλησμονής […] (ε΄)

Δεν είμαι σίγουρη, αν τα ποιήματα καταφέρνουν πλήγματα στην αφασία του καιρού ούτε αν διαταράσσουν έστω και κατ’ ελάχιστον τη γαλήνη των αμέριμνων. Εκείνο για το οποίο είμαι σίγουρη είναι ότι οι στίχοι κάποτε ανοίγουν τα πορτάκια των κλουβιών, ανασύρουν επιζώντες απ’ τα ναυάγια κι άλλοτε πάλιακόμη κι ένα νησί μοιρασμένο στα δυο μπορούν να το ενώσουν.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Erik Johansson.]

Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη