frear

Για την «Οδυνηρή μνήμη της σάρκας» της Άννας Αφεντουλίδου – γράφει η Ανθούλα Δανιήλ

Άννα Αφεντουλίδου, Η οδυνηρή μνήμη της σάρκας. Ερωτικά ιχνηλατώντας την ποίηση του Κώστα Θ. Ριζάκη, Εκδόσεις Φοίνικα, 2017.

Το βιβλίο της Άννας Αφεντουλίδου, με τον τίτλο Κώστας Ριζάκης και υπότιτλο Ερωτικά ιχνηλατώντας την ποίηση του Κώστα Θ. Ριζάκη, συνιστά μια μονογραφία στηριγμένη σε παλαιότερα κείμενά της για τον ποιητή και εμπλουτισμένη με άλλα για την περίσταση. Πρόκειται για μία φιλόδοξη φιλολογική εργασία, επεξεργασμένη με επιστημονική συνέπεια και ποιητική χάρη, ποιήτρια η ίδια, άλλωστε, και έγκριτη συγγραφέας.

Το βιβλίο αποτελείται από τα εξής Μέρη: Προλογικό Σημείωμα, Ποιητικά και ποιητολογικά χαρακτηριστικά, Αλίκη: θηλυκή αρχετυπική φιγούρα;, Γυναικείο σώμα και οραματική ενορχήστρωση, Σωματικές μεταλλάξεις (σε επτά ενότητες), Λυρικοί και Δραματικοί διασκελισμοί, Επιλογικά, Επίμετρο, Βιογραφικό συγγραφέως. Σύνολο σελίδων 117.

Η ιδιαιτερότητα της ποίησης του Ριζάκη, η ταυτότητα των χαρακτηριστικών της που την κάνουν διακριτή και «αξιοδιάκριτη», η ιδιαίτερη προσοχή με την οποία φροντίζει ο ποιητής τα ποιήματά του, η μοναχική και απομονωμένη ζωή του, καταγράφονται στα χαρακτηριστικά του έργου του, τα οποία προκαλούν τον αναγνώστη να επιστρέψει σ’ αυτό πάλι και πάλι.

Σχέδιο του Γιάννη Δ. Στεφανάκι.

Ο Ριζάκης γεννήθηκε το 1960 στη Λαμία και δεν έφυγε ποτέ ή σχεδόν ποτέ από εκεί. Στο σπίτι του από το οποίο βγήκαν μόνο πεθαμένα αγαπημένα πρόσωπα, ζει έγκλειστος ανασαίνοντας το άρωμα των αγαπημένων απόντων του. Ζει με τις αναμνήσεις του, τις «αλλεπάλληλες δυστυχίες και ανατροπές», αναπολεί την περασμένη του ζωή, ξαναθυμάται τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, την εξεγερμένη νεότητά του. Το ποίημα «οικοσιτώ» περιγράφει την έλλειψη ανάγκης να βγει. Και το ρήμα αυτό η συγγραφέας θεωρεί «προγραμματικό», «ποιητολογικό κανόνα» του Ριζάκη, «απολογιστικό-απολογητικό πρό-γραμμα της ποιητικής του περιπέτειας». Παραμένω έγκλειστος με τα αγαπημένα, πεθαμένα μου πρόσωπα, και «δεν υπάρχει συνεπέστερο παράδειγμα τελεστικού λόγου από το οικοσιτώ», λέει η Αφεντουλίδου, ρήμα με μια διάσταση αναδρομική, εφόσον ανιχνεύεται και στα παλαιότερα ποιήματα του Ριζάκη, αλλά και προδρομική εφόσον ανιχνεύεται και στα επόμενα.

Όταν το 2011 κυκλοφόρησε τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του με τον εμβληματικό τίτλο Επιτάφιος δρόμος, σηματοδοτούσε την ουσία της ποίησής του. Δεν μας διαφεύγει η δυναμική επίδραση του επιθέτου «Επιτάφιος» πάνω στο ουσιαστικό του τίτλου, «δρόμος», τον οποίο η κοινή μοίρα όρισε όλοι οι άνθρωποι να ακολουθήσουν. Δρόμος που οδηγεί στον τάφο λοιπόν. Και ο Ριζάκης σ’ αυτόν το δρόμο περπατάει, δημιουργεί, λειτουργεί την ποιητική πράξη.

Εστιάζοντας περισσότερο στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ποίησης του Ριζάκη, η Αφεντουλίδου επισημαίνει τη στωική του στάση απέναντι στη μοίρα, την εμμονή του στο πένθος και στον θάνατο, στις μνήμες και στη βασανιστική σχέση του με τον χρόνο, στην «αλληλοδιάχυση του παιδιού στον έφηβο και στον άντρα», την «επιστροφή σε παλαιότερες εκδοχές του εαυτού του με την προσδοκία μιας συνακόλουθης ταύτισής τους». Επισημαίνει ακόμα μια επανάληψη στους τίτλους, μια σταθερότητα στη στίξη ‒τελεία δεν υπάρχει, το κόμμα υπάρχει μόνο τρεις φορές, συχνές είναι οι παρενθέσεις, εισαγωγικά, παύλες, ερωτηματικά θαυμαστικά‒ πράγματα που για τον μελετητή παρουσιάζουν ενδιαφέρον και γίνονται κίνητρο για περαιτέρω έρευνα, εφόσον στην Τέχνη τίποτα δεν είναι τυχαίο.

Το παράδοξο είναι πως ο έγκλειστος εντός των προσωπικών του τειχών, τειχών που ο ίδιος ύψωσε γύρω του, δεν έπαψε ποτέ να ενημερώνεται και να παρακολουθεί τον έξω κόσμο, να ιερουργεί και να διακονεί την τέχνη του.

Ο υπότιτλος όμως της μελέτης αναφέρεται σε ερωτική ιχνηλασία της ποίησής του.

Επ’ αυτού έχει πολλά να καταθέσει η Αφεντουλίδου, άλλοτε μέσα από το μυστηριώδες πρόσωπο με το όνομα Α λ ί κ η (αραιωμένα τα γράμματα), ποίημα με εξέχουσα ερωτική διάσταση, και άλλοτε με άλλα ποιήματα, όπως τα αδημοσίευτα «ερωτογενή» του, στα οποία διακρίνουμε ένα «αντιπροσωπευτικό γυναικείο ‘πορτρέτο’ σε παραλλαγές ποιητικής μετρικής, αλλά και συμπεριφοράς την μορφής· αλλού ο ποιητής βλέπει την «εξιδανικευμένη» μορφή, αλλού την εκπεσούσα ρεαλιστική και εκείνη με τη σειρά της να «εξαερώνεται σε κάτι αιθέριο και απατηλό». Όλη η γκάμα διακρίνεται εύκολα στο ποίημα «Μοναχόλυκος».

Στον «Μοναχόλυκο» υποδηλώνεται ο τόπος από τα περιρρέοντα διακριτικά: ο «Λευκός Πύργος», η Τσιμισκή, άρα η Θεσσαλονίκη. Ο στίχος «έψαχνα στο βορρά για να βρω άγιο», επίσης, τον οποίο βρήκε στη μορφή μιας γοργόνειας κόρης με «κατάξανθο στεφάνι» που του «πυρώνει τον καημό μέσα στα στήθια» και που τον «χόρταινε ψαριές τα παραμύθια». Κι ήθελε τόσο να την έχει πλάι του να κυλιστούνε «στ’ άγρια χώματα» αλλά την έχασε κι έτσι την έβαλε στο στίχο «λείπει το βλέμμα της που προσκυνάν τα χρώματα» (βλέπε και το γνωστό τραγούδι που άδει ο Δημήτρης Μητροπάνος: «λείπει το βλέμμα σου απ’ της αυγής τα χρώματα…»). Και τελειώνει με δύο στίχους, ηδονικούς, ερωτικούς και χυμώδεις: Κι όταν κοιμίζει το κορμί της στο κρεβάτι/Κι αναχαράζει αναδεύοντας το στρώμα /Στο ποίημα μη μου ζητάς να κλείσω μάτι/Ούτε να φράξω την πανσέληνο στο στόμα. Κραυγή η μοναξιά, κραυγή της πανσελήνου, κραυγή του «Μοναχόλυκου», αλλά και κραυγή του έρωτα και της συνακόλουθης και υποδηλούμενης ηδονής και, τέλος, της ποιητικής δημιουργίας. Έτσι, ο ποιητής βρίσκει τον τρόπο να διαπλέξει τη μία με την άλλη, να μεταμορφώσει τη μοναξιά σε ηδονική γυναίκα που σφαδάζει και κραυγάζει, γυναίκα-Ποίηση που ζητά να πραγματωθεί σε στίχο. Και ιδού, σαν τον Καβάφη, έρχονται τα φάρμακα της τέχνης στο προσκήνιο «που κάμνουνε για λίγο να μην νοιώθεται η πληγή».

Επανέρχομαι στις παρατηρήσεις της Αφεντουλίδου. Η γυναικεία μορφή, γενικώς, είναι αέρινη, σαν ξωτικό. Ο ποιητής δίνει έμφαση στα σωματικά χαρακτηριστικά, τα οποία όμως θεωρεί στοιχεία ψυχικής έντασης. Η σχέση σώματος και ψυχής αποκτά μια υπαρξιακή και φιλοσοφική διάσταση, η αφή είναι ένα ερμηνευτικό κλειδί της ποίησης του Ριζάκη, το σώμα «αποτελεί διέξοδο αυτοέκφρασης», αλλά και φυλακή της ψυχής. Ο χωρισμός από το ερωτικό πρόσωπο δεν είναι τόσο χωρισμός προσώπων, όσο «ματαίωση μιας ονειρώδους κατάστασης». Ένα εκκρεμές πάει κι έρχεται μεταξύ αληθοφάνειας και ονειροφαντασίας.

Ο Κωνσταντίνος Μπούρας, πέραν των άλλων επισημάνσεων που κάνει για την ποίηση του Ριζάκη, γράφει και το ισχυρό εκείνο: «καταδεικνύει ακόμα μια φορά το ασύμβατο της ποιητικής με την κοινωνική ζωή. ‘Γιατί δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά’ έγραψε η Έμιλυ Ντίκινσον».

Εν ολίγοις πέρα από τον σημαίνοντα τίτλο ο αναγνώστης θα βρει πολλές και ενδιαφέρουσες επισημάνσεις πάνω σε θέματα που αφορούν την ποίηση του Ριζάκη και όχι μόνο την εξαγγελλόμενη στον τίτλο, ερωτική ιχνηλασία. Γιατί η διερμηνεία αυτής της ιχνηλασίας γίνεται με εμβριθείς αναφορές στην αρχιτεκτονική, στον σχεδιασμό, στον καταρτισμό πινάκων, στις ομαδοποιήσεις λέξεων, στη μελέτη των αντιθέσεων, στις ταξινομήσεις, παράμετροι που καθιστούν το βιβλίο σημαντικό μελέτημα σε βάθος της ποίησης του Κώστα Ριζάκη, εμπεριστατωμένο, τεκμηριωμένο, καλογραμμένο, με αναφορές σε όλους εκείνους που είχαν την ευκαιρία να επικοινωνήσουν με το έργο του.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Frits Dang.]

Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη