Έχω την ηλικία που είχες όταν σε γνώρισα. Ακόμα θυμάμαι όλες τις ημερομηνίες μας. Τις καλοκαιρινές ιδιαίτερα.
Δεν χρησιμοποιώ πια τις μεταφορές του καλοκαιριού, ντάλα ήλιος, σκάει ο τζίτζικας, καμίνι ο τόπος, βράζουν οι τοίχοι. Ο καύσωνας σπάνια φτάνει στη βόρεια χώρα που ζω.
Μια κανονική καλοκαιρινή ζέστη τη βαφτίζουν καύσωνα και έχουν έτοιμο σχέδιο άμεσης ανακούφισης, αν χρειαστεί. Τακτοποιημένα πράγματα. Tα μεσημεριανά διαλείμματα, τα κορίτσια δροσερά, αφράτα και άσπρα ξαπλώνουν ημίγυμνα στα γρασίδια και τα αγόρια πίνουν μπύρες δίπλα, ημίγυμνα επίσης. Όταν δεν ξαπλώνουν μπουγελώνονται γελώντας και βουτάνε στα σιντριβάνια. Κάποιες φορές κοιμούνται όλο το βράδυ στα πάρκα. Ένα μαγικό φως, αυτό του ήλιου, σκορπάει ομορφιά στα βαριά κτίρια, στις πλατείες και στα πράσινα και το μόνο που θέλω είναι να περπατάω τριγύρω και ας με δυσκολεύει στην αναπνοή η υγρασία της ατμόσφαιρας. Η θάλασσα είναι μακριά, η ζέστη δεν έχει υποψίες γαλάζιας δροσιάς και αν είναι Σαββατοκύριακο, όπως τότε, δεν βρίσκεις ψυχή στους δρόμους.
Το πρώτο μου καλοκαίρι εδώ, το πρώτο τόσο μακριά σου, μελαγχολικό, άχρωμο, αγόρασα ένα δερμάτινο για τις εξόδους μετά τη δουλειά. Χωρίς τηλεόραση, όλα τα νέα του μεσογειακού καύσωνα στη φωνή σου από τη γραμμή του τηλεφώνου. Σου μιλούσα πάντα με τα μάτια κλειστά για να βλέπω τον ιδρώτα σου να κυλάει συνοδεύοντας τον ήχο σου. Και τις δυο φορές που μιλήσαμε μετά από εκείνη την ημέρα του καύσωνα, με τα μάτια κλειστά σου μιλούσα. Και για κάποιο λόγο περίεργο, δεν έβλεπα εσένα. Έβλεπα την τριανταφυλλιά που μεταφύτεψες τη μέρα πριν φύγω, από το μπαλκόνι μου, στην πλαγιά του βουνού. Δεν έχω επιστρέψει ποτέ εκεί.
Είχε κατ΄εξαίρεση καύσωνα εκείνη τη μέρα. Πάνω από 32 βαθμούς ο υδράργυρος. Είχα καταφέρει ήδη να επιβιώσω πέντε μήνες μακριά σου, οι δύο από αυτούς καλοκαιρινοί. Ιούλιος στο τέλος του με καύσωνα στη βόρεια πατρίδα.
Έχω βγει το προηγούμενο βράδυ, έχω πιει ό,τι πίνονταν, οι καλοκαιρινές νύχτες είναι πολύ σύντομες εδώ, επιστρέφω με το φως του ήλιου στο διαμερισματάκι που έμενα, μαζί μου και ο όμορφος άντρας που κερνούσε τα ποτά όλο το βράδυ. Γδυθήκαμε εντελώς και ξαπλώσαμε. Το ποτό, ο καύσωνας, το ξενύχτι, δεν ακουμπήσαμε ούτε τα χέρια μας. Θα μ’ άρεσε να θυμηθώ τη γύμνια του, δεν μου το επέτρεψες. Δεν μου επέτρεψες να θυμάμαι τίποτα άλλο εκτός από αυτό που ακολούθησε από τη στιγμή που μέσα στον αρρωστημένο ύπνο μου άκουγα το θυροτηλέφωνο να χτυπάει ασταμάτητα. Χωρίς ανησυχία, σηκώθηκα όπως ήμουν και άνοιξα. Σου άνοιξα. Δεν ήξερα. Είχες αποφασίσει τη μέρα του καύσωνα να διασχίσεις μια ήπειρο για να μου φέρεις λουλούδια, πέντε μήνες μετά.
Έχω την ηλικία που είχες όταν σε γνώρισα και δεν ξέρω τι ντρέπομαι πιο πολύ από εκείνη τη μέρα του καύσωνα: τ΄ ότι σε έσπρωξα με δύναμη μακριά μου, τη γύμνια μου μπροστά σου, τη γύμνια του όμορφου άντρα στο κρεβάτι μου ή τα λουλούδια που άφησες έξω από την πόρτα και κλώτσησα βιαστικά κάτω στις σκάλες;
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Όλο τον Ιούλιο δημοσιεύουμε κείμενα για τον καύσωνα.]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.