Όταν η Δέσποινα γύρισε από τη θάλασσα βρήκε τη γιαγιά της, τη συνονόματη Δέσποινα να κάθεται μπροστά από τον ανεμιστήρα, έτοιμη να πέσει κάτω από την αφόρητη ζέστη του καλοκαιριάτικου, καυτού μεσημεριού. Η γιαγιά Δέσποινα ήταν μαυροντυμένη, όπως όλες οι ηλικιωμένες γυναίκες στα επτάνησα και πάλευε με τον καύσωνα. Το μαντήλι της είχε κολλήσει στο κεφάλι, η μπλούζα της ήταν βουτηγμένη στον ιδρώτα, το μεσοφόρι της είχε σχεδόν αποκαλυφθεί ολόκληρο καθώς είχε τραβήξει πάνω τη μακριά της φούστα και την ποδιά που φορούσε πάντα από πάνω μπας και δροσιστεί και οι κάλτσες της σχεδόν έσταζαν νερό.
Θα σκάσεις με αυτά που φοράς, της είπε επιτακτικά η εγγονή της και της τράβηξε το μαύρο κεφαλομάντηλο πράγμα που αιφνιδίασε την ηλικιωμένη γυναίκα, θα σκάσεις, θα πάθεις θερμοπληξία και χωρίς να περιμένει της έβγαλε την ποδιά, της ξεκούμπωσε με το έτσι θέλω την ζεστή, μακρυμάνικη μπλούζα και γονάτισε ευθύς για να της βγάλει και τις μαύρες βαμβακερές κάλτσες.
Η γιαγιά Δέσποινα αντιστάθηκε. Δεν κάνει, της είπε, θα με δει κανένας και θα γίνω ρεζίλι, τόσα καλοκαίρια και δεν έπαθα τίποτε, σταμάτα, τι σε έπιασε παιδάκι μου, δεν κάνει, ντροπή, τι κάνεις; Ποιος θα σε δει ρε γιαγιά, κανείς δεν κυκλοφορεί τέτοια ώρα, τι ντροπή και αμαρτία, ο τόπος βράζει, άντε βγάλε και το μεσοφόρι να πάρεις λίγο αέρα, θα ψηθείς κακομοίρα και θα τρέχουμε στους γιατρούς, εμπρός βγάλτο, να πάρε αυτό και φόρεσέ το και της έδωσε ένα λευκό, αέρινο, μίνι φορεματάκι με τιραντάκια, που στη γιαγιά της σίγουρα θα έφτανε ως τον αστράγαλο.
Η κυρά Δέσποινα άρχισε να νιώθει κάπως καλύτερα, οι αντιστάσεις της κάμφθηκαν και με την πίεση της εγγόνας της φόρεσε τελικά το λευκό φορεματάκι. Ήταν φρεσκοπλυμένο, μύριζε αρώματα και κρατούσε την αύρα της θάλασσας αυτή που κρατούν τα νεανικά κορμιά, την ίδια που κρατούσε και το δικό της πολλά-πολλά χρόνια πριν.
Η Δέσποινα βγήκε στην βεράντα να μιλήσει στο τηλέφωνο, κάθισε με προκλητική άνεση στα κάγκελα, φορώντας το υπεραποκαλυπτικό μαγιό της και πού και πού, έκανε νοήματα στη γιαγιά της πόσο ωραία είναι με το άσπρο, δροσερό, θερινό φορεματάκι. Εκείνη όμως, αν κι είχε συνέλθει από την αφόρητη ζέστη, ίσα που της χαμογελούσε. Ήταν αμήχανη και ανήσυχη, σαν κατάλευκο, αποδημητικό, φοβισμένο πουλάκι που ξεστράτισε σε ξένο τόπο τη λάθος εποχή.
Κατά το βραδάκι, όταν έφυγε η αγαπημένη της εγγόνα να συναντήσει τις παλιές παρέες της στην πόλη, η γιαγιά Δέσποινα, σηκώθηκε με δυσκολία, έβγαλε το λευκό, δροσερό φορεματάκι και αν και η θερμοκρασία άγγιζε τους σαράντα βαθμούς, το δίπλωσε προσεκτικά και το άφησε στην άκρη. Φόρεσε τα μαύρα, βαριά ρούχα της και κάθισε μπροστά από τον ανεμιστήρα που ανακύκλωνε τον ζεστό αέρα για να δροσιστεί.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Όλο τον Ιούλιο δημοσιεύουμε κείμενα για τον καύσωνα. Στείλτε κι εσείς το δικό σας!]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.