Το νερό αποκοίμιζε τον κόσμο στις πέτρινες φτέρες του καλοκαιριού. Μία λίμνη τρελή γύριζε πάνω από τα κεφάλια μας, μας πιτσίλιζε και κρυβόταν πίσω απ’ το στήθος της ξέρας. Αναμνήσεις σχολικών Αγιασμών κατέκλυσαν τον κόσμο μας. Γεύση βασιλικού μούδιασε τα χείλη μας. Αυτή, δυστυχώς, η ονειροπόληση δεν κράτησε για πολύ. Ένας καρολόγος πλησίασε το κονάκι μας ξεφορτώνοντας χρόνια κι ένα κλωνάρι βασιλικού. Μείναμε άναυδοι να τον κοιτάμε στα μάτια. Από αυτά ξεπηδούσαν τροχοί κι άμαξες, στάχυ κι αλέτρι. Χωρίς σκέψη, τον πλησιάσαμε πιέζοντας τις ίριδες των οφθαλμών του. Αίμα βαθύ κύλησε. Ο βασιλικός ποτισμένος με αίμα φάνταζε πιο ανθρώπινος από εκείνον των σχολικών χρόνων. Τ’ άψυχα κουφάρια τους άλλωστε κείτονταν ακόμα στοιβαγμένα στο χώμα. Κατευθυνθήκαμε προς τη λίμνη να τον ξεπλύνουμε. Το αίμα του καρολόγου θα επέστρεφε στο στέρνο της έρημης γης για ν’ αρχίσει πάλι η καρδιά της να χτυπά.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Alex Strohl.]
Δείτε τα περιεχόμενα του έντυπου τεύχους μας εδώ.