Υπολογίζετε την ποσότητα με το μάτι,
βάζετε σε μια λεκάνη αλεύρι,
χλιαρό νερό κι αλάτι,
μαζί με μερικό απ’ το προζύμι,
και το υπόλοιπο το φυλάτε για το επόμενο ψωμί.
Ζυμώνετε αργά και με φροντίδα,
βάζοντας κι άλλο νερό, λίγο,
κι αλεύρι όσο χρειάζεται
για να μην είναι λασπερό το ζυμάρι,
αλλά να ’ναι ελαστικό,
να είναι όπως το θέλουν τα παιδιά,
φουσκωτό και μαλακό,
σαν ξινούτσικο μαλλί της γριάς,
σαν σύννεφο που ’γινε ψωμί
και στο στόμα δεν είναι μόνον τροφή
μα και φως και βροχή,
και δουλειές με φούντες
στο κλωστοϋφαντήριο τ’ ουρανού
― και ταξίδι.
Έτσι αρέσει το ψωμί στα παιδιά.
Βάζετε μες στη λεκάνη και σιτοβολώνες χρυσές θάλασσες,
και θεριζοαλωνιστικές μηχανές γίγαντες,
και ανεμόμυλους γίγαντες,
για να ’ναι το ψωμί όπως το θέλουν τα παιδιά.
Η λεκάνη είναι μπλε πλαστική
πάσης χρήσεως·
μα, ως και μια κοινή πλαστική λεκάνη
χωράει μέσα ουρανούς.
Με τις σιδερόφραχτες γροθιές σας
εφορμάτε καταπάνω στους ανεμόμυλους
για να πετύχει το ψωμί.
Από πάνω βάζετε σισάμι
και το βρέχετε λιγάκι να κολλήσει.
Το σισάμι είναι πολλές μικρές μαντλέν
που σκαλώνουν ανάμεσα στα δόντια,
κι όταν έχετε αποφάει και ξεσκαλώνουν,
σας φέρνουν στο νου όλους εκείνους τους ουρανούς
και τους σιτοβολώνες και τους μύλους
και τις μηχανές,
που χρειάστηκαν για να ζυμωθεί το ψωμί.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Jeffrey T. Larson.]