frear

Η κατασκευή εικόνων ως ανάκτηση του οράματος: Γιάννης Κουνέλλης 1936-2017 – γράφει η Βασιλική Κανελλιάδου

Δεν ξέρω να ζω έξω από τον λαβύρινθο της γλώσσας.
Γ. Κουνέλλης

Ο Γιάννης Κουνέλλης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1936 κι έφυγε απó την Ελλάδα το 1956, όταν ήταν είκοσι ετών, παίρνοντας μαζί του τη μεγάλη αγάπη του για τον Van Gogh και την απόλυτη ανάγκη να βρει αυτό που του έλειπε. Έριξε μαύρη αρχαία πέτρα πίσω του και δεν επισκέφθηκε την Ελλάδα για περισσότερο από είκοσι χρόνια. Εγκαταστάθηκε στη Ρώμη και σπούδασε στην Accademia di Belle Arti. Πολύ αργότερα, σε μια συνέντευξη στον Βασίλη Βασιλικό, θα πει ότι από την Ελλάδα θυμάται τη μυρωδιά του καφέ και του πεύκου μετά τη βροχή, κάποια εκκλησία, την άνοιξη, τον Επιτάφιο.

Εργάστηκε με ένταση και πάθος και αποκαλούσε τον εαυτό του κατασκευαστή εικόνων και κυρίως ζωγράφο. Τα έργα του, σύμφωνα με τον ίδιο, γεννήθηκαν υπό την οπτική της Ιστορίας, σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία και, επομένως, ανήκουν σ’αυτήν. Κυρίως όμως γεννήθηκαν για να καλύψουν μια γλωσσική ανάγκη. Η τελειοποίηση της δικής του γλώσσας είναι αυτό που τον βοήθησε να τελειοποιήσει τη σχέση του με τον κόσμο. Η δημιουργία βρίσκεται κάπου ανάμεσα σε αυτές τις σχέσεις.

Στα πρώτα του έργα, γύρω στο 1960, εισάγει γράμματα, λέξεις, σύμβολα και αριθμούς και κάνει την πρώτη του έκθεση στην γκαλερί Tartaruga, αλλάζει πορεία όμως, όταν αυτό «αρχίζει να γίνεται στυλ». Τα πολιτικά γεγονότα της ταραχώδους δεκαετίας του ’60, η επιρροή του Lucio Fontana και του Alberto Burri, οι συνεχείς αναζητήσεις πάνω στα υλικά, η διερεύνηση του χώρου και η αλληλένδετη σχέση της με το έργο καθώς και η ανάγκη εξήγησης και σχολιασμού της Ιστορίας και των γεγονότων, τον κάνουν να δημιουργήσει έργα που ξεφεύγουν από κάθε είδους μορφική εξάρτηση και κατηγοριοποίηση. Η εγκατάσταση («τι σημαίνει εγκαταστάσεις; Δεν κατάλαβα ποτέ, εγώ κάνω ζωγραφική») με τα δώδεκα δεμένα ζωντανά άλογα στους τοίχους του εκθεσιακού χώρου της Galleria L’ Attico είναι χαρακτηριστικό έργο. Πρόκειται για μια ζωντανή εικόνα, παρουσίαση και όχι απεικόνιση, μια βαθιά ιδέα που ξεφεύγει από το κάδρο. Η ενσωμάτωση ζωντανών ζώων στα έργα του θα προκαλέσει πολλά προβλήματα στον καλλιτέχνη, κυρίως από φιλοζωικές οργανώσεις.

Τη δεκαετία του ’70 πειραματίζεται με την ύλη, την ποιότητα, το βάρος και την οπτική αξία τους. Τα υλικά τού προσφέρουν «γλωσσική αυτονομία» και τα χρησιμοποιεί «σε συνάρτηση με ένα οικοδόμημα εικόνων». Στις «παρουσιάσεις/έργα» του χρησιμοποιεί υλικά όπως βαμβάκι, κερί, κάρβουνο, μαλλί, πέτρες, σίδερο και αντικείμενα προερχόμενα από το αστικό και βιομηχανικό περιβάλλον. Τα υλικά που «έχουν περισσότερο ουμανισμό από ένα κάδρο» δεν τα θεωρεί φτωχά («εσύ δίνεις την αξία στο υλικό»). Θεωρεί ότι τα υλικά έχουν μνήμη και επομένως μέλλον και τα χρησιμοποιεί αντιστικτικά και διαλεκτικά: το απαλό και ελαφρύ βαμβάκι με τη μεταλλική, σκληρή και βαριά συσκευή, το φυσικό με το τεχνητό, το παρόν με το μέλλον.

Από νωρίς ασχολείται με το θέατρο αλλά δεν θεωρεί τον εαυτό του σκηνογράφο. Άλλωστε στα έργα του αξιοποιεί τον χώρο ως θεατρική σκηνή. Η σχέση του με το θέατρο δεν έχει ως βάση το κείμενο αλλά την εικόνα και οι εικόνες που δημιουργεί στον χώρο δεν έχουν τον χαρακτήρα του ντεκόρ αλλά είναι ζωγραφική.

Τοποθετεί τα έργα του πάντα σε εσωτερικούς χώρους. Η αρχιτεκτονική τούς προσδίδει βάθος και σημασία. Δημιουργεί για συγκεκριμένους χώρους που από μόνοι τους σημαίνουν κάτι και καθώς συνδιαλέγονται με τα έργα τα ολοκληρώνουν. Ενσωματώνει επαναλαμβανόμενους ήχους και μουσικούς που εκτελούν μια παρτιτούρα. Ο ίδιος λέει ότι στις εκθέσεις του προσπαθεί να δημιουργήσει δομές ικανές να προσφέρουν γλωσσική κωδικοποίηση, κάτι που συμβαδίζει με την ιδεολογία που γέννησε την arte povera, της οποίας θεωρείται ο βασικός εκφραστής. Τα αντικείμενα που επιλέγει έχουν διαστάσεις στο μέτρο του ανθρώπου: το άνοιγμα ενός παραθύρου ή μιας πόρτας, οι διαστάσεις ενός διπλού κρεβατιού, το ύψος ενός τραπεζιού ή μιας καρέκλας, οι διαστάσεις ενός φύλλου χαρτιού.

Πολλά από τα έργα του παύουν να υπάρχουν στη φυσική τους διάσταση μετά το πέρας της έκθεσης, αλλά η ιδέα τους συνεχίζει να ζει («Η ιδέα είναι για πάντα»). Μπορούμε να τα δούμε μόνο σε φωτογραφίες («Το έργο γίνεται σκιά σε φωτογραφία»). Ωστόσο, αυτό τονίζει περισσότερο το αιώνιο στοιχείο της ιδέας έναντι του εφήμερου της απεικόνισης/εγκατάστασης.

Ο Κουνέλλης έλεγε, με το υπέροχο ανακάτεμα ελληνικών και ιταλικών που χαρακτήριζε τον λόγο του, ότι είναι construttore d’ immagini, κυρίως ζωγράφος, κι ότι ο καλλιτέχνης αποτελεί μια ηθική μορφή που δεν πρέπει να απολογείται. Ο ίδιος δεν απολογήθηκε ποτέ, παρά μόνο μίλησε με πάθος γι’ αυτά που αγαπούσε: τον Giotto, τον Masaccio, τον Caravaggio, τον Kandinsky, τον Goya, τον Yves Klein, τον Pollock, τις Δεσποινίδες της Αβινιόν, τη Νίκη της Σαμοθράκης, τις μεσαιωνικές εκκλησίες και την καινούργια ζωγραφική «που για να την φτιάξεις πρέπει πρώτα να καλύψεις όλα τα κενά σου». Ψάχνοντας να καλύψει τα κενά του, βρήκε την Αναγέννηση που του έλειπε κι έγινε «αρχαίος άνθρωπος, μαχητής της ευτυχίας, έμπειρος ταξιδευτής και μοντέρνος καλλιτέχνης».

Βασιλική Κανελλιάδου

[* Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Τα παραθέματα προέρχονται από συνεντεύξεις και κείμενα του Γιάννη Κουνέλλη και περιέχονται στο βιβλίο Λιμναία Οδύσσεια. Κείμενα και Συνεντεύξεις 1966-1989, μτφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, εκδ. Άγρα / Γκαλερί Bernier.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη