Μια γλυκιά κούραση απλωνόταν από τα πόδια στους γοφούς και σ’ όλο το κορμί ως τα χέρια, που ήταν ακουμπισμένα πάνω στο τραπέζι. Το ένα βαστούσε χαλαρά ένα ποτήρι τσίπουρο και το ’φερνε πού και πού στα χείλια· τ’ άλλο κρατούσε μια φέτα ψωμί που ολοένα μίκραινε, έδειχνε ποντικοφαγωμένη. Τούτη τη σκέψη έκανα κοιτώντας την αφηρημένα, και η σκέψη μου ήταν σαν κάλεσμα, γιατί εκείνη ακριβώς τη στιγμή το είδα με την άκρη του ματιού, μικρό και σβέλτο. Το ποντίκι ξεπρόβαλε από πίσω απ’ το καλάθι με τα πορτοκάλια και τρύπωσε πίσω από το ψυγείο. «Ένα ποντίκι», ψιθύρισα γιατί δεν ήθελα να το τρομάξω· απεναντίας, εκείνη τη στιγμή μου φαινόταν πως δεν υπήρχε άλλο πράγμα πιο σπουδαίο από το να το δω ξανά.
«Πού;» με ρώτησε η Αναστασία.
«Μην κάνεις απότομες κινήσεις. Βγήκε απ’ το καλάθι, από πίσω, και κρύφτηκε ξανά».
Έπειτα περίμενα, με το τσίπουρο ξεχασμένο στο ένα χέρι και με το ψωμί στ’ άλλο. Στο ραδιόφωνο έπαιζε μια μουσική –Γιώργος Ταμπάκης λεγόταν ο συνθέτης– με επτάχορδη κιθάρα· του είδους που άμα αφήνεσαι σ’ αυτήν και δεν περιμένεις κάτι, πέρα από την καθεμία ξέχωρη στιγμή, πιστεύεις πως δεν θα τελειώσει και πάντοτε ξαφνιάζεσαι όταν παίζεται και η τελευταία νότα κι έπειτα αντηχεί στη σιωπή. Σκέφτηκα πως θ’ άρεσε και στο ποντίκι, γι’ αυτό ξεπρόβαλε.
Με τ’ αφτί στη μουσική και με τα μάτια προσηλωμένα στο ψυγείο, περίμενα πότε θα φανερωνόταν ξανά, αλλά τελικά απογοητεύτηκα ή μπορεί να κουράστηκα, έτσι ήπια μια γουλιά τσίπουρο κι έφαγα μια μπουκιά ψωμί. Κι όταν πια το ’χα πάρει απόφαση πως δεν θα το ξανάβλεπα, το είδα πάλι με την άκρη του ματιού, να τρέχει απ’ το ψυγείο ως το καλάθι με τα πορτοκάλια, και βλέποντάς το αισθάνθηκα ξαφνικά μιαν ανεξήγητη χαρά.
«Τα ποντίκια είναι σαν την ευτυχία», είπα στην Αναστασία.
«Τι εννοείς;»
«Άμα περιμένεις προσηλωμένος να τα δεις δεν εμφανίζονται, και μονάχα άμα εγκαταλείψεις την προσπάθεια τα βλέπεις – και μόνο με την άκρη του ματιού».
«Αντίθετα όμως με την ευτυχία, αυτά πολλαπλασιάζονται σαν… ποντίκια», μου απάντησε.
Μα τώρα αντηχούσε στ’ αφτιά μου η τελευταία νότα που μέχρι μία στιγμή νωρίτερα έπαιζε στο ράδιο, και η κούραση είχε ανέβει από τα χέρια μου στο κεφάλι μου, ναρκώνοντας όλες μου τις σκέψεις.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]