Γύριζα στους βρεγμένους δρόμους νύχτα παραμονής πρωτοχρονιάς και μοίραζα απλόχερα τα όνειρά μου, θεωρώντας τα το καλύτερο δώρο, μιας και ήταν ό,τι πολυτιμότερο είχα.
Τι ζητάς νυχτιάτικα, μου είπε.
Να σηκωθείς από τον καναπέ, γιατί μια μάνα κλαίει στην άκρη της μεγάλης μας πλατείας, του είπα.
Μα δεν την άκουσα ποτέ, μου αποκρίθηκε.
Μα πώς να την ακούσεις, αφού ούτε τα όνειρα που μοιράζω δεν καταδέχτηκες, ψιθύρισα.
Τι τα ήθελες τα όνειρα; μου είπε ο πατέρας. Δεν είδες, πού πήγαν τα δικά μου, τα προγονικά;
Μα, ήταν απλό, είπε με τα αθώα μάτια της η μητέρα. Μην τους κατηγορείς. Απλώς έχασαν για άλλη μια φορά το δρόμο. Κάποτε ίσως τον βρουν, μέσα από πρωτοχρονιάτικους απολογισμούς. Ίσως κάποτε…
Κι άρχισε να βρέχει ο ουρανός σαν για να σκεπάσει τα δάκρυα της οικουμένης.
Έτσι γεμίζει πίκρα ο κόσμος. Έτσι βουβαίνονται οι τρυφερές φωνές που δεν αποζητούν παρά λίγο ήλιο στην ζωή που τους χαρίστηκε.
Τέλος, αποφάσισα να φυλάξω τα όνειρα, για τον καλύτερο κόσμο που έβλεπα κάθε βράδυ, στο παλιό σεντούκι της γιαγιάς με τα αρωματισμένα λεβάντα ολόλευκα μαντήλια, μήπως και χρειαστούν όταν τα δάκρυα θα τους εμποδίζουν να δουν την ανάσταση που έφευγε μακρινή και πικραμένη.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Ernst Haas.]