Ποτέ δε θα ξεχάσω εκείνη τη νύχτα. Εκείνη την παγωμένη νύχτα του χειμώνα που έξω ο βοριάς ξύριζε και τα σκυλιά αλύχταγαν σαν δαιμονισμένα, ενώ μέσα, χωρίς ρεύμα, προσπαθούσαμε να ζεσταθούμε μ’ ένα παλιομαγκάλι που είχαμε ξεθάψει από το ακατοίκητο σπίτι της γιαγιάς και το ταΐζαμε με χαρτόνια, καδρόνια και παλιόξυλα, που βρίσκαμε σ’ αλάνες και γιαπιά πολύ νωρίς το πρωί.
Όμως, δεν ήταν μόνο η θέρμανση που μας έλειπε. Τις τελευταίες βδομάδες δεν ψάχναμε μόνο για ξύλα, αλλά και για αποφάγια στα σκουπίδια, αφού μας είχαν ήδη τελειώσει τα λεφτά, τα τρόφιμα και η αξιοπρέπειά μας. Σύντομα χάσαμε και την ανθρωπιά μας. Το πρωινό που βουτήξαμε από την απλωμένη στο χριστουγεννιάτικο παζάρι πραμάτεια του νηπιαγωγείου όχι μόνο ό,τι φαγώσιμο βρήκαμε, αλλά και παιχνίδια φτιαγμένα από στρουμπουλά χεράκια για να τα σκοτώσουμε με την πρώτη ευκαιρία. Ή έτσι για να τους τη σπάσουμε, για να μπουν κι αυτά στο νόημα της ζωής από μικρά. Κι εκείνα, παγωμένα απ’ τον φόβο, μας κοιτούσαν με τα αθώα μάτια τους ανήμπορα να αντιδράσουν. Είμασταν, βλέπεις, δυο μέτρα, άπλυτοι, αξύριστοι κι αγριωποί.
Εκείνη τη νύχτα οι θεονήστικες όλη μέρα κοιλιές μας διαμαρτύρονταν και μας διέταζαν να βρούμε γρήγορα τροφή, όσο μας βαστούσαν όρθιους τα πόδια μας. Γιατί δεν ήταν μόνο η αφαγανιά που κόντευε να μας στείλει αδιάβαστους, αλλά και οι κόλες λάιτ, εμποτισμένες με υδροχλωρικό οξύ ‒τελευταίος τρόπος αντίδρασης στα νέα μέτρα‒, που εντοπίσαμε σ’ έναν μπλε κάδο την προηγουμένη. Ευτυχώς, τη γλιτώσαμε φτηνά με κάτι διάρροιες και παραισθήσεις. Οράματα με σουβλιστά κοτόπουλα και κουραμπιέδες.
Αφού ανακαλύψαμε μετά από πολύ ψάξιμο στην αποθήκη ένα γκαζάκι μεινεμένο απ’ την εποχή που είχαμε την πολυτέλεια να πετάμε γκαζάκια στην Πανεπιστημίου, βάλαμε νερό στην κατσαρόλα να βράσει. Όμως, το καλάθι με τις πατάτες ήταν άδειο, όπως και τα βάζα και τα σακουλάκια στο ράφι. Ετοιμαζόμασταν να βγούμε να ψάξουμε κάτι φαγώσιμο στα σκουπίδια της πλατείας, όταν τον είδαμε ξαπλωμένο, να κρύβεται για μέρες ίσως, πίσω απ’ την πόρτα μας. Λάφυρο απ’ το πλιάτσικο του χριστουγεννιάτικου παζαριού. Τώρα ήταν η ώρα να τον σκοτώσουμε, σκεφτήκαμε, αλλά και τι θα παίρναμε με πενταροδεκάρες; Μήπως έπρεπε να τον σκοτώσουμε στ’ αλήθεια; Και ποιος απ’ τους δυο θα το ’κανε; Νιώθαμε σαν τον Ηρώδη που πάει να σφάξει τα νήπια. Έπρεπε να το κάνουμε κι οι δυο μαζί. Η συνενοχή θα μας κράταγε για πάντα δεμένους.
Αυτός τον άρπαξε γερά από το σκουφί κι εγώ του ’μπηξα το μαχαίρι ανάμεσα στα μάτια. Ποτέ δε θα ξεχάσω εκείνα τα αθώα, μαύρα, από κάρβουνο μάτια. Με χειρουργική ακρίβεια κατέβηκα στον λαιμό και πιο χαμηλά στο κορμί ξεκοιλιάζοντάς τον. Κι ύστερα προχώρησα σε κείνο το μόρφωμα, που αν ήταν αρτιμελής, πραγματικός άνθρωπος, θα ήταν πόδια.
Ξαφνικά μέσα στο σκοτάδι εκατοντάδες μικροί λευκοί κρότοι φώτισαν το φτωχικό μας δωμάτιο και μας γέμισαν ελπίδες ότι σε λίγο θα κατευνάζαμε την πείνα μας, που γουργούριζε άγρια στις κοιλιές μας σαν την κατσαρόλα που χούχλαζε στο γκαζάκι. Σε δέκατα του δευτερολέπτου το τραπέζι γέμισε εκατοντάδες σπυριά καρολίνα-νυχάκι από τα σπλάχνα του ξεκοιλιασμένου χιονάνθρωπου. Τα μαζέψαμε προσεχτικά στις χούφτες μας και τα ρίξαμε στην κατσαρόλα. Τα φάγαμε ορφανά, χωρίς αλάτι, χωρίς λάδι, χωρίς λεμόνι. Με μοναδικό καρύκευμα τον ιδρώτα των νηπίων. Και τη συνενοχή μας. Ποτέ δε θα ξεχάσω τη γεύση της.
Ποτέ δε θα ξεχάσω εκείνη τη νύχτα. Τη νύχτα που σφάξαμε τον χιονάνθρωπο.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]