Αυτή η πόλη έγινε κάπως σκληρή. Και επικίνδυνη. Και όμως, ο υπέργηρος θυρωρός του μεγάρου των παλιών συντεχνιών δεν φοβάται. Στέκει σχεδόν πενήντα χρόνια στο πόστο του, κάνοντας αγόγγυστα καθημερινά ένα πλήθος εργασιών που μάλλον κανέναν ρόλο δεν θα διαδραματίσουν ποτέ στην ιστορία που γράφεται. Μοιάζει μ’ αυτόν τον Μπαρτολομένο Μπεόν, τον λιθοξόο του βασιλιά που αναλάμβανε όλα τα σπουδαία έργα, φέρνοντας εις πέρας μια πόλη γυάλινη ή μια άλλη, απόλυτα φανταστική.
Τέτοια ώρα παρακολουθεί στο ραδιόφωνο τις ειδήσεις της επικράτειας. Τα πολιτικά ζητήματα δεν τον απασχολούν καθόλου. Αντίθετα τον συναρπάζουν αληθινά ιστορίες σαν της Φλορίλ που πιάστηκε να μαστιγώνεται μονάχη στο δάσος την ώρα του εκκλησιασμού.
Εκείνο το μεσημέρι κανείς δεν ησύχασε. Ακούστηκαν φωνές για πυρές και παλιά κυνήγια μα γρήγορα εγκαταλείφθηκαν. Βάλαν το κορίτσι σ’ ένα απ’ εκείνα τα λεωφορεία που τραβούν στην άλλη άκρη του κόσμου και έλυσαν για πάντα το ζήτημα. Τα χρόνια πέρασαν. Οι ρυθμοί επανήλθαν, ο Μπαρτολομέο ‒ας τον φωνάζουμε μ’ αυτό το όνομα‒ ξανάνοιξε το ραδιοφωνάκι του. Μία ώρα ειδήσεων απ’ όλα τα μέρη, τις μικρές και τις μεγάλες πολιτείες που σφύζουν από ζωή και θεό. Παράξενοι θάνατοι κόντρα σ’ όλες τις στατιστικές, αγνώριστοι αξιωματικοί του Γ΄ Ράιχ που έκρυψαν επιμελώς την αληθινή τους ταυτότητα, καλόγριες που δεν έλιωσαν στους τάφους τους, ποιητές, ραββίνοι, προφήτες, μέλη μιας φυλής που εξολοθρεύτηκε για πάντα στα βουνά της Μοντάνα, σπάνια ρεκόρ από παραπληγικούς, βετεράνους του Βιετνάμ και της Κορέας, ζωγραφική με το στόμα, πρωτότυποι διαγωνισμοί, χιλιάδες δολάρια σ’ εξαγορές και πετρέλαια. Αυτός ο τόπος, σκέφτεται ο Μπαρτολομένο που οι φίλοι φωνάζουν Μπαρτ για ευνόητους λόγους, σφύζει από ζωή. Οι ξέφρενοι ρυθμοί, τ’ ασταμάτητο ξόδεμα του καιρού, όλα κρατούν μακριά το πλήθος απ’ την πόλη του. Κανείς δεν γυρεύει πια ξεναγήσεις, κανείς δεν ζητά εξηγήσεις για παλιές σημαίες και ιστορίες. Καημένε Μπαρτ, του λένε οι φίλοι, φυλάς έναν άχρηστο θησαυρό και γελούν κάπως πικραμένοι. Επειδή τον αγαπούν και κατά βάθος φθονούν την αφοσίωσή του σ’ έναν ακατανόητο σκοπό. Όμως ο Μπαρτ τιμά τον σκοπό του μ’ όλη του την καρδιά. Δεν νοθεύεται, δεν παρεκκλίνει.
Η ώρα είναι περασμένη. Πρέπει να κλείσει τα παράθυρα του ορόφου. Να τακτοποιήσει τον φωτισμό, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του καλλιτεχνικού διευθυντή. Λένε πως κάθε νύχτα περνά απ’ το κτήριο, μελετώντας την πρόσοψη και την εκτέλεση των οδηγιών του. Έπειτα είναι οι πανοπλίες και ο οπλισμός που θα πρέπει να φροντίσει. Ο Μπαρτ θεωρεί τούτη την εργασία έναν απ’ τους κυριότερους λόγους του ενδιαφέροντός του για την παράξενη συλλογή του μεγάρου. Οι ασπίδες και τα όπλα είναι αυθεντικά, δωρεά του μητροπολιτικού μουσείου. Τέτοιες παροχές κάνουν συχνά οι γενικοί επιθεωρητές, όταν αντιληφθούν πως το πλήθος κουράστηκε απ’ τον φόβο και την ανέχεια. Τα εκθέματα έφθασαν πριν από 6 χρόνια. Παλαιότερα ανήκαν στην Αίθουσα της Άμυνας του Συμβουλίου των Δέκα. Χρώματα και θέματά τους αντέγραψε η βαυαρική υαλουργία. Χρώμα και μεγάλες κλίμακες. Αυτά είναι τα βασικά συστατικά της αίθουσας που φιλοξενεί τη συλλογή των ιπποτών. Ένας Ιταλός έμπορος μετέφερε περί το 1800 τα φρέσκα απ’ τον φυσικό τους χώρο. Λένε πως διέθεσε ένα μεγάλο για την εποχή ποσό ναυλώνοντας τα καλύτερα πλοία της εποχής. Μονοχρωμία, συνθέσεις όλων των ειδών και των τεχνοτροπιών, αδρές πινελιές από φως και σκιά στις τέσσερις γωνιές της αίθουσας. Σε μία απ’ τις αναπαραστάσεις κάποιος ονόματι Πάολο, ένα σημαίνον πρόσωπο, δοξάζεται απ΄το πλήθος. Στέκει σ’ έναν εξώστη με κεφάλια δράκων και πλεγμένες τριανταφυλλιές μες στα σίδερα, αυτός ο Πάολο είναι το μεγάλο πάθος του Μπαρτ. Ώρες ολόκληρες θαυμάζει τις γραμμές του πίνακα, φτιάχνει σκίτσα με παρόμοια θέματα, σ’ όλα τ’ αδέσποτα δίνει τ’ όνομα Πάολο και έτσι μπορεί να διακόπτει την απερίφραστη μοναξιά του.
Ο Μπαρτ πέθανε μες στο θυρωρείο. Για λίγες ώρες πίστεψαν πως γέρος Μπαρτ ονειρεύεται την Περούτζια, πως βαδίζει ελευθερωτής στην Μπρέσια, στην Μπρέσια. Πως παραδόθηκε στον ύπνο. Πόσο δίκιο είχαν. Το βράδυ κάποιος πρόσεξε πως ο Μπαρτ είχε αφήσει αδιανέμητη την αλληλογραφία. Κάτι τέτοιο ήταν ολότελα ασυνήθιστο. Προσπάθησαν πολύ να τον βγάλουν απ΄το θυρωρείο. Τα σχέδιά του τα περισυνέλεξε κάποιος συντετριμμένος φίλος απ’ την ένωση βετεράνων του Β΄ Παγκοσμίου. Ο Μπαρτ πέρασε στην ιστορία. Η διοίκηση του μεγάρου απεφάνθη πως δεν απαιτούνται πια τόσο παρωχημένες υπηρεσίες. Μια εταιρεία μεταφορών θα μεριμνά έναντι αστρονομικών αμοιβών για τη μεταφορά και διανομή της αλληλογραφίας. Ο Μπαρτ υπήρξε ο τελευταίος σ’ αυτό το πόστο. Τώρα κανείς δεν τον θυμάται. Και όμως κάποια νύχτα θα φανεί στην αίθουσα των όπλων, θα φθάσει όπως εκείνος ο αρχαίος βασιλιάς στη σκιά ενός παλιού παλατιού, θα καταστρέψει όλα τα πιθανά σενάρια.
Μπροστά στ’ ανοιχτά παράθυρα ο Μπαρτ χύνεται στο κενό, διαγράφοντας τις γνώριμες, ιλιγγιώδεις τροχιές του.
Γκουαριέντο. Αυτό είναι τ’ όνομα του ζωγράφου. Κάποιοι απ’ τους πίνακες της αίθουσας είναι δικοί του. Φτιάχτηκαν τον 14ο αιώνα. Τώρα περνιούνται για ξεπερασμένοι, όμως ο ίδιος Μπαρτ ισχυριζόταν πως κάθε νύχτα τον άκουγε να εργάζεται πυρετωδώς.
Ο Μπαρτ ο θυρωρός κηδεύτηκε σήμερα. Τα κέρδη του ιπποδρόμου που του αναλογούσαν επιστρατεύτηκαν για την κάλυψη της τελετής. Τ’ άλμπουρα στις στέγες των σπιτιών έμειναν μεσίστια. Όλοι οι φίλοι τίμησαν τον Μπαρτ και για μια ημέρα δεν επισκέφτηκαν το καφενείο, μήτε τραγούδησαν βαδίζοντας για τα σπίτια τους με σκυμμένο κεφάλι.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Ernst Haas.]