frear

Πενήντα και κάτι – του Δημήτρη Χριστόπουλου

Στα 25 όλοι είναι υπέροχοι. Στα 50 και κάτι, κάτι πρέπει να κάνεις για να γίνεις. Ωραία τά ’λεγες Τσάρλυ. Δεν κάνεις… δεν είσαι.
Η κόρη μου έπαψε να μου μιλά.
Ντρέπεται, λέει.
Η γεροντοκόρη φταίει απ’ το σχολείο. Σίγουρα αυτή. Το πήρα χαμπάρι όταν με κάλεσε. Αυτή που ’χει ξεχάσει τι θα πει αρσενικό. Αρσενικό θα την ποτίσω την καργιόλα. Το υποσχέθηκα στη μικρή. Γαμώ την ψυχή της. Γαμώ την οχιά που τη γέννησε.
«Επάγγελμα πατέρα»… Όξω από δω, χαμούρα.
Κάθε πέρσι και καλύτερα.

*

Ο μικρός μου αδελφός, κοιλιάρφανο, γεννήθηκε το ’69 μεταλλαγμένη μύγα, με μύτη προβοσκίδα κι ενάμισο πόδι, σπασμένη χορδή κουνιόταν πέρα δώθε. Λούφαζαν τα πουτανάκια στη Μέμου μόλις έσκαγε μύτη. Εμένα με φώναζαν Τζο. Ο ωραίος Τζο. Ωραίος σαν τον Μάη μήνα, κι οι μέλισσες τρυγούσαν τους χυμούς μου –ακόμα. Τους παραμύθιαζα, ήμουν, λέει, μηχανικός σε γκαζάδικο, ταξίδευα με δώδεκα μποφόρια κι έπινα φραπέ στις μηχανές –ντάκα ντούκα τους σχιστομάτηδες στ’ αμπάρι. Τα χάφτανε οι κουφάλες σα μύγες, χλαπ και κάτω. Ε ρε, γλέντια!
Κι ο πατέρας μου ξύλο να δεις στη χούντα πολύ ξύλο και το γκλοπ στον κώλο. Μέσα για μέσα. Στη Μακρόνησο. Ήρωας, σου λέω. Ήρωας! Ο γιος του μπασκίνα, έλεγαν στη γειτονιά.
Γαβ γαβ και σας έφαγα, κότες κοτούλες, στα κοτέτσια σας!
Απ’ τα Λεχαινά, αναντάμ παπαντάμ. Αυτός μάς τράβηξε εδώ, άμα το ’63 τον πήρανε στο Άσυλο. Αρχιφύλαξ. Προαγωγή με αύξηση. Η μάνα, μοδίστρα. Τα βράδια παραμίλαγε με τα ζούδια. Εκείνα της πήραν τον άντρα, έλεγε. Τα κόκκινα ζούδια. Εκείνα της φύτεψαν και τη σκατόμυγα στην κοιλιά. Παράπονο δεν έχω· ψωμοχορταίναμε και με το παραπάνω. Φιλεύαμε άμα λάχει και κανένα γείτονα που μας καλημέριζε. Πολλά πολλά δεν θέλαμε και δεν είχαμε. Η πόρτα μας, κλειστή.

*

Το επίδομα; Κολοβό. Το εισπράττω κάθε μήνα. Να ’σαι καλά σκυλόφατσα! Μάτσα-μούτσα! Πενήντα και κάτι.
Τα τελευταία χρόνια γυρίσαμε στο πατρικό μου. Λοξά μάς κοιτάζουν εδώ γύρω. Οβραίοι, ούλοι σας. Ουστ, από δω! Με το μασάκι του χασάπη τούς κρατάω μακριά κι έχω ήσυχο το κεφάλι μου.

*

– Θα φας κάτι;
– Σου είπα, δεν πεινάω.
– Τι έχεις πάθει;
– Τίποτα.
– Παραμιλάς;
– Μπορεί.
– Δεν πας καμιά βόλτα με τις φιλενάδες σου;
– Δεν έχω.
– Μοιάζεις της γιαγιάς σου. Το ξέρεις;
– Σκατά, Τζο, σκατά. Σκατά τρώμε από τότε που σε σουτάρανε. Δεν αντέχω. Θα βρω γκόμενο με φράγκα απ’ την Αμαλιάδα και θα την κάνω.
– Ο πατέρας σου είμαι. Ο πατέρας σου.
– Σκατοζωή!
– Η μάνα σου με κατάντησε πένη. Αυτή.
– Πάνα πες καλύτερα. Πάνα!
– Εεεε…
– Σκατά, Τζο, σκατά. Χέσε μας, Τζο!
– Μόρα μου, μωρό μου, δος μου ένα φιλάκι να γιάνει το δοντάκι!
– Βρομάς.
– Έλα, κάτσε δω να σου πω ένα παραμύθι, τσουπάκι μου, μπας και σου φύγει η κάψα απ’ το προσωπάκι. Με τρελαίνεις, πανάθεμα τη μάνα που σε πέταξε.

*

Ο παλαβός στο ίδρυμα. Τον ταΐζουν τον ξεσκατίζουν τον πλένουν. Δεν τον βλέπω. Ζόμπι.
Το επίδομα. Μήνας μπει μήνας βγει. Πενήντα και κάτι.
Γαβ γαβ, χέστες!
«Καλό σκυλάκι… μη μας δαγκώσεις!»
«Καλό σκυλάκι… σ’ αγαπάμε!»
Γαβ γαβ!

*

Ανεμοπύρωμα το ’λεγε η σχωρεμένη. Ο πυρετός δεν της έπεφτε. Έλιωνε. Τη σκέπασα κ’ εγώ μ’ ένα κόκκινο πανί και για εννιά μερόνυχτα την κλείδωσα μέσα. Στο σχολείο θα την αμποδέσανε, τό ’ξερα γω, δεν την άφησα να ξαναπάει.

*

Πέρσι πέθανε ο ωραίος Τζο. Ανεύρυσμα αορτής, η ιατρική γνωμάτευση. Εκείνη… ήξερε. Τα ζούδια μπήκανε στη λούγκα του και σαν μπαλόνι τη φούσκωσαν.
«Λυπάμαι» της είπε ο γιατρός στα επείγοντα. Στα χέρια της έμεινε με τα μάτια ανοιχτά. Ανάσκελα. Ωραίος σαν τον μήνα Μάη.
«Ηλικία;» τη ρώτησαν.
Πενήντα και κάτι, τους είπε.
«Επάγγελμα;»
Από δω κι από κει.

*

Στα σαραντάμερα, έφτιαξε μόνη της τα στερνά κι στόλισε τον σταυρό με σοκολατένια κουφέτα. Πενήντα και κάτι, θα ’τανε. Μ’ ένα κουτάλι της σούπας τα ’σπρωξε μέσα της και τα ξέρασε στον τάφο του. Μετά, ξέρασε κι ο θυμός απ’ το σώμα της και δεν ξανάρθε.

– Μπαμπά τελικά παραμύθι ήσουν. Μεγάλο παραμύθι.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Robert Frank.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη