Μετάφραση: Κώστας Λιννός
Η ΘΑΜΜΕΝΗ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
(THE BURIED MELANCHOLY OF THE POET)
Ένα καλοκαίρι όταν ήταν ακόμα νέος στάθηκε στο παράθυρο και αναρωτήθηκε που είχαν πάει, εκείνες οι γυναίκες που κάθονταν δίπλα στον ωκεανό, παρατηρώντας, προσμένοντας κάτι που δεν θα έφτανε ποτέ, με τον άνεμο να φωτίζει το δέρμα τους, στέλνοντας λυμένες πλεξούδες μαλλιών στα χείλη τους. Από ποια εποχή είχαν πέσει, από ποια ιδέα χάριτος είχαν ξεστρατίσει ; Πέρασε καιρός απ’ όταν τις είχε δει στη μοναχική τους μεγαλοπρέπεια, βαριές στη ματαιότητά τους, αναπαριστώντας τη λυπημένη ιστορία μιας ελπίδας παρατημένης. Εκείνο ήταν το καλοκαίρι που περιπλανήθηκε έξω στη θαυμαστή νύχτα, μέσα στη θάλασσα του σκοταδιού, ωσάν για πρώτη φορά, για να εκπέμψει το δικό του φως, αλλά ό,τι εξέπεμψε ήταν το σκοτάδι, ό,τι βρήκε ήταν η νύχτα.
Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΑΠΕΙΡΟΥ
(THE TRIUMPH OF THE INFINITE)
Σηκώθηκα το βράδυ και πήγα στο βάθος του χωλ. Πάνω απ’ την πόρτα με μεγάλα γράμματα έλεγε, ″Αυτή είναι η επόμενη ζωή. Παρακαλώ περάστε.″ Άνοιξα την πόρτα. Μες στο δωμάτιο ένας γενειοφόρος άντρας με ανοιχτόχρωμο πράσινο κουστούμι στράφηκε σε μένα και είπε, ″Καλύτερα να ετοιμάζεσαι, παίρνουμε τον μεγάλο δρόμο.″ ″Τώρα θα ξυπνήσω,″ σκέφτηκα, αλλά έκανα λάθος. Ξεκινήσαμε το ταξίδι μας πάνω από χρυσαφένια τούνδρα και κομματάκια πάγου. Ύστερα δεν υπήρχε τίποτα για μίλια τριγύρω, και ό,τι μπορούσα ν’ ακούσω ήταν η καρδιά μου να χτυπάει και να χτυπάει τόσο δυνατά που νόμιζα πως θα πέθαινα ξανά από την αρχή.
Η ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΑΦΙΞΗ ΕΝΟΣ ΑΣΥΝΗΘΙΣΤΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
(THE MYSTERIOUS ARRIVAL OF AN UNUSUAL LETTER)
Ήταν μια μακρά μέρα στη δουλειά και μεγάλος ο δρόμος της επιστροφής στο μικρό διαμέρισμα όπου ζούσα. Όταν έφτασα εκεί άναψα το φως και είδα πάνω στο τραπέζι ένα φάκελο με το όνομά μου πάνω του. Που ήταν το ρολόι ; Που ήταν το ημερολόγιο ; Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν του πατέρα μου, αλλά ήταν νεκρός εδώ και σαράντα χρόνια. Όπως θα έκανε κάποιος, άρχισα να σκέφτομαι ότι ίσως, ίσως μόνο, να ήταν ζωντανός, ζώντας μια μυστική ζωή κάπου εκεί κοντά. Πως αλλιώς να εξηγήσω το φάκελο ; Για να κρατηθώ σταθερός, έκατσα κάτω, τον άνοιξα, κι έβγαλα έξω το γράμμα. ″Αγαπητέ γιέ″ ήταν ο τρόπος που άρχιζε. ″Αγαπητέ γιέ″ κι ύστερα τίποτα.
ΣΤΗ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟ ΖΩΗ
(IN THE AFTERLIFE)
Εκείνη στάθηκε δίπλα μου για χρόνια, ή ήταν μια στιγμή ; Δεν μπορώ να θυμηθώ. Ίσως να την αγάπησα, ίσως όχι. Υπήρχε ένα σπίτι, κι ύστερα κανένα σπίτι. Υπήρχαν δέντρα, αλλά κανένα δεν απέμεινε. Όταν κανείς δεν θυμάται, τι υπάρχει εκεί ; Εσείς, που οι στιγμές σας έχουν φύγει, που παρασύρεστε σαν καπνός στη μετά θάνατο ζωή, πείτε μου κάτι, πείτε μου οτιδήποτε.
Από την τελευταία συλλογή του Μαρκ Στραντ, Almost Invisible(2012), που περιέχεται στον συγκεντρωτικό τόμο Collected Poems, εκδόσεις Alfred A. Knopf, Νέα Υόρκη, 2014.