Ο ασπρομάλλης Ιταλός ομότεχνος ήρθε στην κοινή μας βραδιά (κατά την τελευταία μου περιοδεία στην Ιταλία), ταξιδεύοντας με το τρένο, μόνος του, παρότι ήταν εγχειρισμένος μόλις προ εβδομάδος στο γοφό. Υποβασταζόταν από μεταλλικές βακτηρίες τελευταίας τεχνολογίας, κι όταν ήρθε η σειρά του να απαγγείλει και να τοποθετηθεί, διάβασε με στεντόρεια φωνή, (όρθιος όπως ακριβώς επιβάλλει το savoir-vivre για τις δημόσιες αναγνώσεις ποιημάτων), ανάμεσα στην επιλογή του για τη συγκεκριμένη βραδιά κι ένα ποίημα για την χειμαζόμενη από τα μνημόνια Ελλάδα. Τον ευχαρίστησα εκ μέρους μου και τον συνεχάρην για την «όρθια» απαγγελία, λέγοντάς του πως στην Ελλάδα πέρα από τα μνημόνια μας καταδυναστεύουν κάτι συμπεριφορές νιόκοπων εξεγερμένων ποιητών που απαγγέλλουν, είτε καθιστοί είτε όρθιοι, αλλά με τα χέρια στις τσέπες: να κρατάν, μάλλον, τα βαριά και ασήκωτα προσόντα τους.
Όλα καλά έως εκεί αλλά λίγο αργότερα στην ψαροταβέρνα, ο ασπρομάλλης ομότεχνος δεν είπε καλή κουβέντα για κανέναν, δεν γέλασε το χειλάκι του. Πικραμένος και απαξιωτικός για τους ομότεχνους και το σινάφι των περί λογοτεχνικών κρίσεων ιπτάμενων και βραβείων υφαρπαζόντων, δεν παραδεχόταν παλιότερους, συνομήλικους ή νεώτερους παρά μόνον τους τεθνεώτες.
Είμαι εξήντα δύο χρονών (έζησα δηλ. δέκα χρόνια παραπάνω από τον Μ. Καραγάτση), και σκέφτομαι πως απέχω μόλις δέκα οκτώ χρόνια από τον Ιταλό ομότεχνο: έχω γίνει κι εγώ ένας σωστός λογοτεχνόγερος. Αν καταφέρω να συμπληρώσω τα ογδόντα (πράγμα που απεύχομαι), με τρομάζει η ιδέα πως θα καταντήσω ταγός και μπροστάρης σε ένα ασκέρι πικραμένων και μονίμως παραπονεμένων λογοτεχνών.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Αndrew Wyeth.]








