Εσύ στη Ρώμη, στα μέσα του παλιού αιώνα, Σιένα, Μιλάνο. Λες, γελώντας, στα βήματα των αποστόλων. Ταξίδεψες παντού. Εισπράττεις το χειροκρότημα όλων, συντελεστών και κοινού. Απόψε είναι η βραδιά σου. Έχεις όλα τα φύλλα δικά σου, όλες τις υποσχέσεις, μπορείς όλα τα θαύματα. Η παράσταση διαθέτει έναν αινιγματικό τίτλο. Η τέχνη του να πεθαίνεις. Το ζήτημα είναι εσύ, το κάπως αφελές κορίτσι της πόλης, ν’ αντέξεις το μαρτύριο, τις ρωγμές,να διαβείς τις αψίδες. Στο ανέβασμα του ποταμού βρίσκεται η πρωτεύουσα. Καλή τύχη στις πόλεις που καίγεσαι, λοιπόν. Εσύ, το κάποτε ωραίο κορίτσι των ζωγράφων.
Ο χορός διεξάγεται στο αίθριο του πιο φημισμένου ξενοδοχείου. Η βραδιά θα κυλήσει ήρεμα. Και ίσως στο τέλος ένας δημοφιλής τραγουδιστής που παρευρίσκεται να προσφερθεί, να πει δυο τρία τραγούδια. Έτσι για τέρψη των καλεσμένων και μια νότα ελιτισμού. Εσύ δουλεύεις στ’ ατελιέ, δεν ξέρεις τίποτα εσύ απ΄αυτά. Πληρώνεσαι να ποζάρεις. Μοιάζεις με αρχαίο έκθεμα. Όλοι οι σπουδαστές σε γνωρίζουν με το μικρό σου όνομα. Κανέναν δεν μισείς, μετρώντας χαμένα χρόνια και παστέλ ξεχνιέσαι τις ώρες της πρακτικής. Εγώ σε λέω Μαρία των Μεδίκων και υποκλίνομαι, όπως τον παλιό καιρό. Δεν ζωγραφίζω τίποτε από σένα. Και ο τραγουδιστής να λέει τραγούδια και εμείς έξαλλοι να έχουμε αποτραβηχτεί ολομόναχοι απέναντι στους καθρέφτες.
Έβαζε και έβγαζε σκηνικά. Μικρές μακέτες μνημείων, οδών, γηπέδων. Ολόκληρο το άλμπουμ ήταν αφιερωμένο στη φαντασία.Ο φωτογράφος φώναζε την ιδέα του και ένας αειθαλής, μες στον κήπο της Γεσθημανής, έφτιαχνε αδιάκοπα κόσμους, λεπτομερή αποσπάσματα της ζωής μας. Στο βάθος των περιβολιών δέκα χιλιάδες πουλιά τον κατέκλυζαν. Με την πιο βαθιά λαγνεία όμως, εκείνος ζωγράφιζε, τόσο όμορφα όσο ποτέ. Η Φρίντα στο δρόμο, η Φρίντα με κόκκινη ερμίνα, η Φρίντα με κορδέλα και καπέλο ναυτικό, εκτεθειμένη σ΄όλους τους κινδύνους, με γαλάζια, αέρια μάτια, μια Φρίντα απαστράπτουσα μες στον βραδινό θρίαμβο. Δίχως πιλότο.
Η Φρίντα που την καθοδηγεί μονάχα ο άγγελός της.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: David Alan Harvey]








