frear

Αγνοούμενος – της Αντωνίας Παυλάκου

Δεν μπορούσε να μην τον έχει στο μυαλό της. Δεν ήταν δυνατόν η πικρή γεύση της απουσίας του να μην την πλημμυρίζει… Και τώρα, στον γάμο του μεγάλου τους γιου… αυτή τη μεγάλη στιγμή όπως και σε άλλες των παιδιών τους ήταν όπως πάντα. Μόνη. Για μια στιγμή η σκέψη της καθηλώθηκε στο μυστικό του λιμανιού της Κερύνειας, πριν δέκα χρόνια… Άφησε ωστόσο κάθε σκέψη που θα έκανε την όψη της έστω και λίγο στυφή, στάθηκε πλάι στο ζευγάρι και φωτογραφήθηκε ξανά και ξανά, καμαρώνοντας…

Καμαρώνοντας με τον μοναδικό τρόπο που εκείνη ήξερε να στερεώνει το κορμί της. Αγέρωχο, περήφανο με το ψηλό του ανάστημα που το λίκνιζε αρμονικά ακόμη και τώρα στα εξήντα πέντε της περίπου. Εδώ και σαράντα περίπου χρόνια δεν είχε επιτρέψει σε κανέναν τον οίκτο που θα κύρτωνε τους ώμους της, δεν είχε αφήσει κανέναν να της κλέψει την τριζάτη «περπατησιά» της. «Λυγαριά» την έλεγε εκείνος, πιο πολύ όμως τον είχε «σκλαβώσει» το λαμπερό της χαμόγελο.

«Σας ακούω», του είχε πει με τη συνηθισμένη της ευγένεια, καθώς σήκωνε το κεφάλι από τα χαρτιά της για να τον εξυπηρετήσει, περνώντας τη ματιά της πάνω από τη χακί στολή –όσο μπορούσε να τη δει– πίσω από το γκισέ που τους χώριζε. Το βλέμμα της ανέβηκε ως στο πρόσωπο του νεαρού αξιωματικού. Διέκρινε τα αδρά χαρακτηριστικά και στάθηκε σε δυο μάτια μαύρα, πύρινα που χάθηκαν στο βάθος της γλυκιάς δικής της ματιάς. Η τραπεζική «συναλλαγή» που τους αιχμαλώτισε τον νου ολοκληρώθηκε σχετικά γρήγορα με αμοιβαία απορία για την εξέλιξη, αφού ο θεός του έρωτα είχε σημαδέψει αλάθευτα τις νεανικές τους καρδιές.

Στην κλειστή κοινωνία της ελληνικής επαρχιακής πόλης κάπου στις αρχές του ’70, τα συντηρητικά ήθη για τις ανύπαντρες και το χουντικό καθεστώς με την άσκηση ιδιαίτερου ελέγχου στη ζωή των νεαρών κυρίως αξιωματικών, κάθε άλλο παρά ευνοούσαν ό,τι σήμερα είναι απόλυτα φυσιολογικό για την αρχή της γνωριμίας δύο νέων. Κοσμικό γεγονός για την εποχή ήταν ο χορός των αξιωματικών κάθε Παραμονή Πρωτοχρονιάς.

Ορφανή από πατέρα η Μαίρη και χωρίς αδελφό δεν είχε συνοδό για τέτοια έξοδο, αν και το ήθελε πολύ… Ο θείος και η θεία της όμως δεν είχαν όρεξη για τέτοια…

– Θειούλη μου, φέτος θα με συνοδεύσεις στον χορό των αξιωματικών, τι προστάτης είσαι; Μόνο για τα σχολειά, τις δουλειές και τα προβλήματα;

– Τι δουλειά έχω εγώ, ο γέρος μ’ ένα ομορφοκόριτσο σε χορούς και πανηγύρια, είπε μισοαστεία μισοσοβαρά και όχι κοφτά όπως άλλοτε ο θείος. Και νάτοι πια και οι τρεις στη Λέσχη Αξιωματικών εκείνο το πρωτοχρονιάτικο βράδυ. Η Μαίρη δεν είχε πέσει έξω. Ο νεαρός υπολοχαγός ήταν εκεί. Γνωρίστηκαν, χορεύοντας μαζί όλο το βράδυ. Εκείνη, ένα ανέμελο, ζωηρό εργαζόμενο κοριτσόπουλο με προίκα ένα σπίτι, τη δουλειά της, δύο ξένες γλώσσες και το πιάνο της. Ο Νίκος, αξιωματικός με βαθιά αίσθηση του στρατιωτικού του καθήκοντος, ένας άριστος εύελπις που από τη Σχολή η Χούντα δεν τον συμπαθούσε και τόσο για τα δημοκρατικά του φρονήματα. Ατέλειωτους όρκους αγάπης αντάλλαξαν μέσα σε λίγο καιρό και … σύντομα παντρεύτηκαν.

– Θέλω τουλάχιστον τρία παιδιά… έλεγε η Μαίρη.

– Δύσκολα θα τα βγάλουμε πέρα με τις μεταθέσεις, απαντούσε ο Νίκος. Δεν με συμπαθούν… Θα γυρίσουμε όλη την Ελλάδα, Μαίρη, θα το δεις…

– Τι τόθελες, κι εσύ το καταραμένο το ανέκδοτο; Μιλούν οι Ευέλπιδες για τον «σωτήρα» της Εθνοσωτηρίου;

Η Μαίρη τού θύμιζε το περιστατικό, γελώντας ικανοποιημένη στο βάθος για τα δικά του φιλελεύθερα αισθήματα, μα πιο πολύ επειδή την είχε πολιτικοποιήσει και μυήσει στο αντιχουντικό και δημοκρατικό του πνεύμα. Ήταν ωστόσο πιο περήφανη κάθε φορά που της έλεγε ότι έγινε αξιωματικός από επιλογή, από φλόγα για την Ελλάδα και άλλα τέτοια.

– Το καθήκον είναι προς την πατρίδα, ακόμα κι αν με διατάξουν επίορκοι. Θα βγούμε όμως σύντομα από τη δικτατορία… Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς…, ξεφύσαγε μιλώντας ο Νίκος.

– Όπου και νάναι θα πηγαίνουμε όλοι μαζί, του υποσχόταν εκείνη, όταν η συζήτηση επέστρεφε στο επίμαχο θέμα. Μόνο οι ώρες στην υπηρεσία θα μας χωρίζουν, ε;

– Και τίποτα δεν θα με σταματήσει να επιστρέφω κοντά σου μετά απ’ αυτήν, συμπλήρωσε κάποια φορά ο Νίκος με νόημα.

Εννοούσε πως με την ικανότητά του θα τάβγαζε πέρα σε κάθε άσκηση, γιατί όχι και στον πόλεμο. «Ποιον πόλεμο, όμως;», αναρωτιόταν η Μαίρη όταν έμενε μόνη. Όλα φαίνονταν μια χαρά. Ήταν όμως; Της έλεγε τάχα τα πάντα για τον στρατό ο Νίκος; Πόσο τη φόβιζε εκείνη η λέξη, το καθήκον…

Λίγες μέρες μετά τον γάμο σχολίαζε με το νεαρό ζευγάρι τις φωτογραφίες τους. Έδειχνε αληθινά χαρούμενη και ικανοποιημένη. Όλοι, εξάλλου, της έλεγαν ότι τα είχε καταφέρει. Μπορούσε να νιώθει ευτυχισμένη πλάι σε δύο εξαιρετικούς γιους, που είχε μεγαλώσει εντελώς μόνη της. Η πληρότητα της ευτυχίας της όμως ήταν σαν το λαμπερό φεγγάρι μια μέρα πριν την πανσέληνο, σαν το μήλο που του λείπει η πρώτη δαγκωματιά και που τη βλέπει μόνο εκείνος που το τρώει κι όχι ο απέναντι που το λαχταρά.

Η σκέψη της ξαναγύρισε σ’ όλη τη μοναξιά που είχε νιώσει στην εκκλησία, μόλις δυο βήματα πίσω από τον έναν που παντρευόταν και πλάι στον άλλο που τη συνόδευε. Το άλλο της πλαϊνό ήταν άδειο. Έλειπε εκείνος… Για πάντα… Για μια ακόμη φορά. Τι ειρωνεία… Αυτή τη φορά για να φαίνεται άνετα το προφίλ της πανέμορφης τουαλέτας που φορούσε. Με κόπο δεν φάνηκε ο κόμπος απ’ το δάκρυ στο ένα μάτι της. Δημόσια είχε σταματήσει να δακρύζει. Κι αν κάτι πήγαινε να ξεφύγει, ήταν μόνο απ’ το ένα της μάτι. Και ως εκεί. Το ίδιο είχε συμβεί και στη διάρκεια της τελετής…

Κοίταξε λίγο περισσότερο τις αναμνηστικές φωτογραφίες που είχαν τραβηχτεί έξω από την εκκλησία. Αχνογέλασε καθώς παρατήρησε σ’ αυτές τη μαρτυριάρα γλώσσα του σώματος. Ασυναίσθητα είχε στρέψει το κορμί της και κοίταζε προς τη θέση εκείνου που έλειπε και τώρα, για μια ακόμα φορά, που χρόνια τώρα ήταν ο ΑΠΩΝ από τις ζωές τους. Τον έβαλε νοερά στη θέση που του ανήκε. «Πώς τάχα θα ήταν ο Νίκος στα εβδομήντα του;» αναρωτήθηκε. Πριν προλάβει να τοποθετήσει στη φωτογραφία την υποθετική εικόνα που είχε στο μυαλό της για τον άντρα της, η μορφή του αντικαταστάθηκε από εκείνη του καμένου και σακάτη Χασάν με το σπινθηροβόλο βλέμμα, που δέκα χρόνια πριν είχε συναντήσει στον μώλο της Κερύνειας. Μια ανατριχίλα τη διαπέρασε, το βλέμμα της λίγο σκοτείνιασε… Η νύφη της διαισθάνθηκε τι περνούσε από το μυαλό της, συνέλαβε στον αέρα την ανεπαίσθητη αλλαγή στη διάθεσή της και ένεψε στον γιο της … «Πες το», της έδωσε την άδεια εκείνος.

«Μάμα – Μαίρη στην επόμενη επίσημη φωτογράφισή μας, δίπλα σου θα είναι ο μικρός Νικόλας». Αγκάλιασε και τους δύο. Μετά τέντωσε το λαιμό της περήφανη και άφησε πια το δάκρυ της χαράς να φύγει. Αλλά και στη χαρά μόνο από το ένα της μάτι.

Ένα χρόνο μετά το γάμο τους ο Νίκος και η Μαίρη είχαν αποκτήσει τον πρώτο τους γιο. Τρεις μήνες μετά τη γέννα της, η Μαίρη είχε ξαναμείνει έγκυος, ενώ στο μεταξύ τούς είχε ανακοινωθεί και η μετάθεση του Νίκου για την Κύπρο. Πήρε άδεια άνευ αποδοχών από την Τράπεζα και έφτασαν στην Κερύνεια την Άνοιξη. Ένα ωραίο σπίτι στο Μπέλα-Παΐς ήταν σαν να τους περίμενε. Τα παράθυρά του βλέπαν τον ήρεμο κόλπο της Κερύνειας και τίποτα δεν φαινόταν να ταράζει την ηρεμία του κάμπου που απλωνόταν κατηφορικά ως τη θάλασσα πυκνοφυτεμένος με λιόφυτα και λεμονοπορτοκαλιές. Ο αέρας έφερνε στο σπίτι τους τις μοσκοβολιές της Άνοιξης. Λίγο αργότερα μπήκε μέσα του το φως και τα χρώματα του καλοκαιριού. Η ζωή τους κυλούσε νωχελικά –της Μαίρης ιδιαίτερα που απολάμβανε τη βοήθεια μιας νεαρής Τουρκάλας στις δουλειές του σπιτιού. Ήταν ήδη πια στο μέσον της εγκυμοσύνης της και βάραινε όπως κι η ζέστη του καλοκαιριού.

maxresdefault

Τους συνηθισμένους ρυθμούς τους και την ανεμελιά τους –του Νίκου μάλλον φαινομενική μετά την άφιξή τους στην Κύπρο– τάραξε το πραξικόπημα ενάντια στο Μακάριο. Κάθε μέρα επιφυλακή και μέρα παρά μέρα διανυκτέρευση στη μονάδα. Θυμήθηκαν τις μέρες της ανόδου «Ιωαννίδη» στην Ελλάδα και γελούσαν ειρωνικά. Το πρωί της 19ης Ιουλίου 1974 ο Νίκος τη χαιρέτησε βιαστικά, φιλώντας όπως πάντα εκείνη στο στόμα και το μωρό στο μέτωπο. Έβαλε τη μύτη του στο λαιμάκι του μπέμπη και εισέπνευσε βαθιά κι αχόρταγα τη μυρωδιά του τρυφερού δέρματος. Μπήκε στο υπηρεσιακό τζιπ που τον περίμενε, έδωσε τον τελευταίο χαιρετισμό από μακριά με το χέρι, έστριψε το κεφάλι ίσα μπροστά –θαρρείς κι ήταν αλλού ήδη– και ο οδηγός ξεκίνησε με το νεύμα του γρήγορα και νευρικά. Ήταν να επιστρέψει το επόμενο βράδυ. Δεν επέστρεψε ποτέ.

Το τι συνέβη τη φρικτή 20η Ιουλίου η Μαίρη το άφησε στην ευθύνη της Ιστορίας. Εκείνη θα θυμάται για πάντα τον καταματωμένο κόλπο της Κερύνειας, τους ήχους των όπλων που έφταναν στο Μπέλα-Παΐς, τις κραυγές των ανθρώπων. των γυναικών που ούρλιαζαν κάτω στην Κερύνεια. Η Τουρκάλα της εξαφανίστηκε στο θάμπος εκείνης της αυγής ως δια μαγείας κι εκείνη κρυμμένη με το μωρό σ’ ένα δωμάτιο, περίμενε ούτε ήξερε τι. Ήταν ήδη επτά το πρωί, όταν βεβιασμένα χτυπήματα ακούστηκαν στην πόρτα και η φωνή ενός Άγγλου στρατιώτη την καλούσε να βγει έξω και να μη φοβάται, γιατί θα μεταφερόταν στην αγγλική βάση. Με το που άνοιξε την πόρτα ένα χέρι την τράβηξε βίαια μαζί με το μωρό και την οδήγησε στο στρατιωτικό φορτηγάκι που περίμενε. Εκείνο ξεκίνησε με ταχύτητα δυσανάλογη για τις δυνατότητές του. Με τρεις ακόμη φίλες της

Ελληνίδες, συζύγους αξιωματικών είχαν μεταφερθεί μ’ αυτόν τον τρόπο στην αγγλική βάση. Τα γεγονότα της πολιτικής αλλαγής στην Ελλάδα καθυστέρησαν την αναχώρησή τους από το φλεγόμενο νησί. Η Μαίρη και οι άλλες Ελληνίδες επέστρεψαν στην Ελλάδα μετά και τη δεύτερη εισβολή των Τούρκων στη μαρτυρική πια Κύπρο. Τον Νίκο δεν τον ξαναείδε ποτέ.

Επέστρεψε stylkaplκαι στην εργασία της, στην Τράπεζα σχεδόν αμέσως, ενώ γέννησε το δεύτερο παιδί της κοντά στο τέλος εκείνης της φοβερής χρονιάς που είχε πια σημαδέψει τη ζωή της για πάντα. Τι έγινε στο πεδίο της μάχης το έμαθε από συμπολεμιστή του Νίκου που βρισκόταν κάτω από τις διαταγές του στο πλάι του. Πήρε ο λόχος για πολλοστή φορά την εντολή από το νεαρό υπολοχαγό για εφόρμηση στον εχθρό. Τον ακολουθούσαν όλοι. Στην τελευταία, πρώτος απ’ όλους μπήκε στη φωτιά. Μέσα σ’ ένα σύννεφο από σφαίρες και χώμα διέσχισαν τις τούρκικες γραμμές και ο εχθρός οπισθοχώρησε. Όταν τα πυρά σταμάτησαν, στην επιστροφή ο λοχαγός Ν.Κ. δεν ήταν ανάμεσά τους.

Από κάποια στιγμή και μετά η Μαίρη έπαψε να μετρά πόσες φορές ταξίδεψε στην Κύπρο, πόσες στη Μεγ. Βρετανία, πόσες στην Αμερική, πόσες στην Κωνσταντινούπολη και πόσες την Άγκυρα. Το ελληνικό Υπουργείο Άμυνας και το Υπουργείο Εξωτερικών είχαν γίνει για καιρό σχεδόν το σπίτι της. Από παντού στο τέλος έπαιρνε περίπου την ίδια μονότονη απάντηση. «Δυστυχώς, δεν έχουμε ακόμη τίποτε για σας, κυρία Κ…».

Πόνεσε, έκλαψε για τον χαμό του Νίκου και πονάει ακόμη, γιατί η αμφιβολία θα της σκίζει για πάντα το είναι. Είναι πεθαμένος και αυτή είναι η χήρα του; Ή ίσως ζει κι όλοι αγνοούν την ύπαρξή του; Δεν φόρεσε ποτέ της μαύρα. Δεν αποφάσισε ποτέ της για το τι θα έπρεπε να προσεύχεται. Τι ήθελε για τον Νίκο και τόσους άλλους; Την αιώνια ανάπαυση στον σκοτεινό μαζικό τάφο, μετά από φρικτά βασανιστήρια ή η ζωή τους να είναι υποφερτή όπου κι αν ο εχθρός τούς επέβαλε να κρύβονται;

Χωρίς γονείς η ίδια, βίωσε και την ώρα της οριστικής απάντησης στο επίμονο ερώτημα των «ορφανών» αγοριών της: «Πού είναι ο πατέρας μας;». Ήταν τραγικό να μην μπορεί να τους πει τουλάχιστον όπως όλοι οι άλλοι: «είναι στον ουρανό, τον πήρε ο θεούλης». Τι να καταλάβει ένα παιδί, όταν του λες ότι έχει έναν πατέρα ήρωα που όμως αγνοείται η φυσική του υπόσταση;

Με τα χρόνια, άρχισε να συζητά με τ’ αγόρια της ώρες ατέλειωτες. Τους έμαθε ν’ αγαπούν την Ελλάδα και την Κύπρο το ίδιο με τον πατέρα τους, μα αντιστάθηκε με πάθος στην πρώτη νύξη του μεγάλου της ότι θα ακολουθήσει τη Σχολή των Ευελπίδων. Ο δεύτερος ούτε που άρθρωσε τίποτε σχετικό. Ήταν πια φοιτητές, όταν ο Δήμος της πόλης που ζούσαν έστησε ανδριάντα στον ήρωα Ν.Κ., αφού υπηρεσιακά, μετά από τριάντα σχεδόν χρόνια, απαντήθηκε ότι μάλλον βρίσκεται σε ομαδικό τάφο. Η Μαίρη δεν πίστεψε τίποτε. Στάθηκε με τα παιδιά της απέναντι από το άγαλμα, κοίταξε το παγωμένο βλέμμα του προσώπου του μετά την τελετή και ψιθύρισε γοερά «Γιατί δεν γύρισες, γιατί δεν κράτησες την υπόσχεσή σου σε μένα τουλάχιστον, Νίκο;». Παρά το παράπονο τα δάκρυά της με τον καιρό είχαν πια λιγοστέψει. Το είχε πάρει απόφαση. Χαμένος. Και δάκρυζε πια με το ένα μόνο μάτι.

u0391u0393u039Du039Fu039Fu03A5u039Cu0395u039Du039Fu0399Δέκα χρόνια μετά τις επίσημες τιμές και χωρίς ίχνος του Νίκου να έχει ακόμη βρεθεί, παρά τις εξακολουθούμενες αναζητήσεις, η Μαίρη ταξίδεψε στα κατεχόμενα, στην Κερύνεια, αφού η διέλευση πλέον είχε επιτραπεί. Το σπίτι στο Μπέλα-Παΐς είχε ανακαινιστεί εξωτερικά, χωρίς όμως ιδιαίτερη φροντίδα. Χτύπησε και εμφανίστηκε από το μισάνοιγμα της πόρτας μια σκεπασμένη Τουρκοκύπρια. Ή τάχα έποικος; Έρριξε μέσα, όσο έφτανε το βλέμμα της, μια ματιά. Ένιωσε τρέμουλο. Δεν αυτοκυριαρχήθηκε. Είπε «ευχαριστώ» και αποφάσισε να μην μπει. Ύστερα αναζήτησε το σπίτι της Αϊσέ, της 15χρονης που τότε τη βοηθούσε. Της άνοιξε μια νεαρή με μαντήλι ίσαμε τα είκοσι και τη ρώτησε. «Μάνα Αϊσέ κατέβηκε λιμάνι να μαζέψει μπαμπά Χασάν από ταβέρνα. Να γκυρίσετε σε λίγκο που τάρτει». Ψέλλισε στη μικρή ένα «ευχαριστώ» και μαζί με τη συνοδό του πούλμαν τάχυναν το βήμα, κατηφορίζοντας για το λιμάνι της Κερύνειας. Όλα είχαν αλλάξει τριγύρω. Ερημιά και ξεκοπή απ’ όλο τον κόσμο που δίκαια αρνιόταν να αναγνωρίσει το κράτος-φάντασμα. Έκαναν μια βόλτα στην παραλία, που δεν θύμιζε σε τίποτε εκείνη με τα άλλοτε αριστοκρατικά της καφε-ζαχαροπλαστεία, προσπαθώντας να δει μέσα της αν ήθελε πραγματικά να ξαναδεί την Αϊσέ. Κάτι της έλεγε πως όχι.

Και τότε… είδε κάποιον σακάτη να έρχεται προς το μέρος τους από την αντίθετη πλευρά. Πέρασε σχεδόν ξυστά από δίπλα τους. Με φρίκη αντίκρυσε ένα παραμορφωμένο σαν μάλλον από φωτιά πρόσωπο. Τα μάτια τα βαθιά στις κόχες τους χωμένα διέκρινε πως ήταν μαύρα και σαν κάτι να της θύμιζαν. Εκείνος γύρισε την ίδια στιγμή την πλάτη απότομα και ασθμαίνοντας, με όση ταχύτητα επέτρεπε η κουτσαμάρα του, έτρεξε κι έπιασε τραπέζι στο ταβερνάκι. Έκανε νόημα στο γκαρσόνι πως ήθελε να πιει. Ο νεαρός Τούρκος φάνηκε να διαμαρτύρεται, ενώ μέσα σ’ όλα τα τούρκικα που είπε ακούστηκε το όνομα Χασάν. Το αίμα πάγωσε μέσα της καθώς την έζωσαν τα φίδια των υποψιών. Η Αϊσέ, ο μπαμπάς Χασάν, το κορίτσι στο σπίτι, συνέθεταν μια τέλεια ιστορία που έδενε με την απότομα γυρισμένη πλάτη του σακάτη άνδρα.

«Αν ο σακάτης της Κερύνειας ήταν ο Νίκος και είχε προτιμήσει να γυρίσει, τώρα θα ήταν έτσι μαζί τους στη φωτογραφία». Αναλογίστηκε την εκδοχή φευγαλέα και ο οίκτος τής περίσσεψε: … «Να ήταν τάχα αυτό που εκείνος δεν θέλησε;». Εκείνη τη στιγμή ακριβώς την είχε συνεφέρει η νύφη της.

Η Μαίρη δεν συνάντησε ποτέ την Αϊσέ και ούτε ξαναπήγε στα κατεχόμενα. Έκανε μια ακόμη έρευνα σιωπηρά αλλά και επιφανειακά. Δεν έμαθε τίποτε και δεν αποδείχτηκε τίποτα για ένα θέμα που είχε πια για όλους κλείσει. Δεν μίλησε ποτέ και σε κανέναν, υπομένοντας στωικά κάποιες αμφιβολίες της. Χάρισε έτσι στα παιδιά της, στην Ελλάδα και στην Κύπρο έναν μύθο, έναν ήρωα. Και στο λιμάνι της τούρκικης Κερύνειας τον Χασάν που «πετσόκοψαν οι Ελληνοκύπριοι στην εισβολή και που τριγύρναγε στα ταβερνάκια σωστό ναυάγιο». Αυτή ήταν η επίσημη εκδοχή για τον Χασάν που τον είχαν δει ωστόσο να πετάει μεθυσμένος τα παράσημά του στη θάλασσα του λιμανιού και που έπινε στα ταβερνάκια καθημερινά, αναθεματίζοντας τον πόλεμο και τραγουδώντας άλλοτε τούρκικα κι άλλοτε ελληνικά με όση φωνή είχε απομείνει στον σακατεμένο του λάρυγγα, «Χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγο…».

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη