76.
Εκτυφλωτικό φως. Ξεπροβάλλει από μέσα του ο πατέρας. Με πλησιάζει.
«Πού είναι η μάνα σου;» ρωτάει ανήσυχος.
«Πέθανε, πατέρα.»
«Γι’ αυτό την ψάχνω κι εγώ, μα δεν τη βρίσκω. Μια ζωή χανόταν αυτή η γυναίκα…» λέει και ξαναμπαίνει στο φως.
77.
Πετάω. Τα Ψυχοσάββατα μόνο. Παριστάνω τον πεθαμένο και πετάω παρέα με τις ψυχές. Μου αρέσει εδώ πάνω, γιατί ο αέρας είναι πιο ελαφρύς. Όλα είναι ανάλαφρα. Δεν χρειάζεται να κρατάω μυστικά:
«Ρόζα, εγώ σου έκλεψα την κορδέλα των μαλλιών και τη φύλαξα στο ημερολόγιό μου.
» Φωτεινή, δεν είχα ξαναφιλήσει ποτέ στη ζωή μου.
» Αγγελική, δεν αγάπησα καμιά άλλη γυναίκα.
» Γιατρέ, εξακολουθώ να πίνω και να καπνίζω.
» Μάνα, μη στεναχωριέσαι. Είναι Ψυχοσάββατο. Το κάνω στα ψέματα για να σας ξαναδώ όλους.
» Γιατί δεν με πιστεύεις, μάνα;»
[Απο το πρώτο βιβλίο του Χρήστου Χρηστίδη (γ. 1953) Αναποδογεννημένος, εκδ. Εντευκτηρίου, Θεσσαλονίκη 2016. Φωτογραφία: Trent Parke.]