Η κάποτε ωραία γυναίκα Φρίντα Ρίντλερ φορά το μεταξωτό της κιμονό, φερμένο από τις μεγάλες πόλεις της Ανατολής και περνά στην ιστορία. Είναι γεγονός πως ο εξωτισμός τής ταιριάζει απόλυτα, έτσι ενστικτωδώς που βαδίζει στους δρόμους της αγοράς. Κανέναν δεν χαιρετά η Φρίντα Ρίντλερ, κανέναν δεν αγαπά. Αρπαχτική, με παγωμένη την καρδιά της διοικεί ολόκληρη τη Βιέννη. Μονάχη πια ανάμεσα στις βίλες των πάλαι ποτέ σπουδαίων οίκων, μια παλιά ευκαιρία και τίποτε η Φρίντα Ρίντλερ.
Απόψε είναι η νύχτα, καθώς λένε, των πιερόττων. Χίλιοι ανάπαιστοι φερμένοι απ’ αγγεία και ληκύθους κρεμασμένοι στο λαιμό της. Η Φρίντα λατρεύει τούτο το νέο είδος του θεάτρου. Αντλεί τους εραστές της μέσα απ’ αυτό το παράξενο κοινό, τους δείχνει τα κουρέλια της, τους συναρπάζει. Μια κάποια ώρα ρίχνει επιτέλους τα πέπλα της, ολόκληρη τότε η Βιέννη στα πόδια της Φρίντα. Την τελευταία στιγμή όμως θα το παραδεχτεί. Τούτο τ’ όνειρο, πάει, τέλειωσε. Η ζωή μας γέμισε στάχτες. Η ζωή μας, λέει, μια υπόθεση δύσκολη, όπως η αθανασία. Ένας μονάχα ανοιξιάτικος θρίαμβος ό,τι θ’ απομείνει από μας, λέει η Φρίντα Ρίντλερ. Τέχνη της εκείνη της φθοράς.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Έργο: Gustav Klimt.]