ΙΖ΄
Κάθε μέρα μ’ εξοντώνει –
αλλά ανυπομονώ να ζήσω την επόμενη.
Και τότε ανθίζει πάλι ο κόσμος
– μ’ όλη την πανοπλία του –
Κι ενώ είμαι γυμνός σαν θάνατος,
Καινούργιοι τόποι έρχονται να με συναντήσουν.
ΚΒ΄
Θα μείνω άγρυπνος τη νύχτα
θα κάνω συντροφιά στη Νύχτα –
ποιος το μπορεί νάναι μονάχος στη ζωή;
Θα μείνω ολομόναχος τη νύχτα
ν’ ακούσω τη βροχή που πέφτει ανυστερόβουλη –
όταν η βροχή θρηνώντας τραγουδάει
είν’ ο Θεός που λέει το παράπονό του.
Η νύχτα ποτίζει με το λευκό της αίμα
τον ροδόκηπο όπου αναπαύεται η ψυχή μου.
Θα μείνω άγρυπνος τη νύχτα –
η νύχτα είν’ ένας άλλος τόπος
να γδύνομαι απ’ τον εαυτό μου.
ΚΔ΄
Δε με τρομάζει η νύχτα.
Όλοι ανήκουμε στη νύχτα – σε άλλη νύχτα –
όχι σ’ αυτήν που απειλεί να πνίξει
το μέγιστον φως που υψώνεται στ’ αστέρια –
Όλοι είμαστε παιδιά της νύχτας.
Δεν με φοβίζει η απελπισία –
Όποιος δεν αντέχει την απελπισία
ποτέ του δε θα μάθει την αλήθεια της ψυχής του.
Γνωρίζω τα δάκρυά μου. Σκέφτομαι
μια καλύτερη μέρα.
[Από Τα ευτελή και τα σπουδαία, Αρμός, Αθήνα 2013. Ο πίνακας είναι του Edward Hopper.]