H Λάσπη του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου ή
ο Υποχθόνιος από το «Υπόγειο» στους δρόμους
Ο ήρωας της Λάσπης είναι μετανάστης δεύτερης γενιάς με καταγωγή από τη Βόρειο ΄Ηπειρο, όπως και ο ίδιος ο συγγραφέας. Κάποιοι θα επιχειρούσαν να τον εντάξουν στους Ηπειρώτες πεζογράφους (Δημητρίου, Μηλιώνης, Κώτσιας) και ποιητές (Γκανάς) αλλά δεν κρίνω σκόπιμη την ένταξη αυτή. Έτσι κι αλλιώς η γραφή και η γενιά διαφοροποιεί κατά πολύ την τεχνική και το ύφος της Λάσπης: η παραμεθόριος γεωγραφία μεταφέρεται στην πρωτεύουσα, που αποτελεί το σκηνικό μας. Ο Αλέξανδρος ή Σάντο μπαίνει στο δικό σου σύμπαν και σε ακολουθεί. Περπατούσα και νόμιζα ότι θα τον συναντήσω στο δρόμο. Διάβασα τη Λάσπη εδώ και ένα χρόνο περίπου και ανέβαλα τη συγγραφή αυτού του κειμένου, στο οποίο επέστρεψα γιατί στο μεταξύ, οι κριτικές και οι παρουσιάσεις πλήθαιναν και υπήρχε πλέον ο φόβος ότι δεν θα έμενε τίποτα πρωτότυπο να επισημάνει κανείς.
Η Λάσπη είναι ένα ελεγειακό παραλήρημα ενός «πατροκτόνου» υποψήφιου αυτόχειρα γραμμένη με ένταση φωκνερικών (με «βουή και μανία») συνειρμών και ατμόσφαιρα καταραμένων ποιητών [1]. Ιλιγγιώδης και ενίοτε χαοτική γραφή, ενός πυρακτωμένου ήρωα που καμιά φορά σταματά για να σαρκάσει και να καγχάσει πικρά για όσα βλέπει γύρω του περιπλανώμενος στην Αθήνα της κρίσης. Ξένος και μετέωρος σαν τον Μερσώ του Καμί, και με βαθιά συγγένεια με ήρωες, όπως ο Ρασκόλνικοφ από το Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι, ο Γιόζεφ Κ. της Δίκης του Κάφκα ή ο Γκρέγκορ Σάμσα της Μεταμόρφωσης. Οι συγγένειες και οι φανερές επιδράσεις δηλώνονται άλλωστε ρητά στις Σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου: Ντοστογιέφκσι, Καρυωτάκης, Κάφκα, Μαγιακόφσκι, Σαχτούρης, Φώκνερ, κλπ.
Υπαρξιακός σαν τον Άμλετ, μεταξύ δράσης και απραξίας. Περιπλανώμενος αθώος-ένοχος, Δον Κιχώτης, και Μικρός Πρίγκηπας, σκληρός και συνάμα τρυφερός και πληγωμένος, θύτης και θύμα, εγωιστής, βίαιος και συγχρόνως ανασφαλής νάρκισσος, στα όρια, στα «κόκκινα». Μερικές στιγμές οριακά μόνος και αν και νέος, σχεδόν πρόωρα, σπαταλημένος, σαν τον Κραπ (Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ) του Μπέκετ, ήδη απελπισμένος. Η πατροκτονία που υπονοείται και η επικείμενη αυτοκτονία/αυτοτιμωρία φέρνει τη Λάσπη σε διάλογο με μια σειρά από συγγραφείς από τον Ντοστογιέφσκι (και την ανάλυση του Φρόιντ) έως τον Σάρτρ και τον Πασκάλ Μπρυκνέρ [2].
Ο Αλέξανδρος ή Σάντο μοιάζει να υποφέρει από μια συνεχή δυσανεξία: η πόλη, οι άνθρωποι, το φαγητό, η ίδια η ζωή. Πάσχει σωματικά και ψυχικά: με ιατρικούς όρους ίσως είναι ψυχικά διαταραγμένος [3]. Είναι υπερευαίσθητος και συγχρόνως αλλόκοτα ψυχρός και αποξενωμένος, ακόμα και από την κοπέλα του. «Αισθάνομαι την πραγματικότητα με σωματικό πόνο» (Καρυωτάκης) [4]. Ο Γκέζος πλησιάζει τον κοινωνικό εξπρεσιονισμό από άλλο δρόμο: αποδομεί, λοιδωρεί, αναζητά ενόχους. Ο μονόλογος της Λάσπης διαθέτει καταιγιστικό ρυθμό. Κάπου-κάπου παρεμβαίνουν θραύσματα του λόγου των άλλων και το ιδίωμα της πατρίδας του, συνήθως μέσω του λόγου της μητέρας του ήρωα, ως θραύσμα ανάμνησης της γενέθλιας γης και μητρικής γλώσσας αλλά η αγωνία παραμένει αμείωτη και η απόγνωση ακέραια. Θα έλεγε κανείς ότι θυμίζει τους ήρωες του Πέτρου Πικρού: ένα μείγμα κοινωνικού μυθιστορήματος, νατουραλισμού και λυρικής ευαισθησίας [5].
Ο ήρωας έχει συγγραφικές ανησυχίες, δεν είναι «underground», δεν είναι «λούμπεν», όπως και οι ήρωες των διηγημάτων του [6]. Ο Αλέξανδρος ή Σάντο διαβάζει ο ίδιος το Υπόγειο, ο συγγραφέας παραθέτει στις σημειώσεις αποσπάσματα από μνήμης. Οι λογοτεχνικές πηγές είναι λοιπόν ρητά διπλά χωνεμένες και βαθιά εσωτερικευμένες. Στην ασθματική ροή του συνεχούς μονολόγου, τίποτα δεν περισσεύει. Ο ίδιος ο Γκέζος σε συνεντεύξεις του έχει δηλώσει ότι βασανίζεται για την αναζήτηση της λέξης και την τοποθέτησής της στη σωστή θέση. Από υφολογική άποψη, η χρήση των καθέτων σε λέξεις συνώνυμες δημιουργεί μια αίσθηση πλεονασμού και συγχρόνως ανεπάρκειας της γλώσσας, γεγονός που μεγαλώνει το άγχος και την αγωνία της ομιλούντος ήρωα. Με πλάγια γράμματα, ένα δεύτερο επίπεδο, πέραν του μονολόγου, οι ενδόμυχες σκέψεις.
Ο Γκέζος έχει εμποτιστεί, όπως φαίνεται και από τα ποιήματά του (Ανεκπλήρωτοι φόβοι), από την ποίηση του Καρυωτάκη, του Σαχτούρη, του Καρούζου [7], του Λειβαδίτη, του Πατρίκιου, του Σινόπουλου [8] αλλά και του Ρεμπώ κλπ. [9] Ο συγγραφέας μεταμορφώνει τις αναγνωστικές του εμμονές και η κριτική έχει ήδη εύστοχα αναφερθεί σε παραλληλισμούς με το Υπόγειο του Ντοστογιέφσκι. Γραμμένο στα 1864, σε α΄ πρόσωπο, μια εξομολόγηση σε τόνο επιθετικό. Ο υποχθόνιος ήρωας εκτοξεύει τα δηλητηριώδη βέλη του προς όλους. Αποζητά την ανθρώπινη επαφή αλλά είναι αποκομμένος, πληγώνει όσους αγαπά, εισπράττει ματαίωση και συνεχείς διαψεύσεις, άρρωστος σωματικά, αστειεύεται «τρίζοντας τα δόντια». Άλλωστε ο Αλέξανδρος/Σάντο, μοιάζει με τον Ιβάν Καραμαζωφ του Ντοστογιέφσκι, καθώς συνδυάζει πολλά αντικρουόμενα στοιχεία: διανοούμενος, διορατικός, κυνικός, με καταστροφικές τάσεις. Ο πόνος του ήρωα είναι μια παλλόμενη συνείδηση [10].
Άλλωστε, όπως στο Υπόγειο ο ήρωας της Λάσπης πλήττει όσους αγαπά: «σκοτώνει» ή θέλει να σκοτώσει τον πατέρα, σχεδιάζει να αυτοκτονήσει μπροστά στην μητέρα και την αδερφή του, πληγώνει την κοπέλα του μένοντας σε ψυχική απόσταση από αυτήν. Λέει στο Υπόγειο: «Επήγα τόσο μακριά ώστε να φθάσω στο βέβαιο συμπέρασμα πως κυριολεκτικά η αγάπη συνίσταται στο παράξενο δικαίωμα να τυραννάς εκείνον που αγαπάς».
Ένας ήρωας καταραμένος, μετανάστης που νιώθει Έλληνας και ξένος, με ρίζες αλλά άπατρις, με μισό χαμόγελο («Χαμογελούσε ο Καρυωτάκης» θα γράψει κάποιος κριτικός της εποχής, νομίζω ο Ἀγρας, «μα περίεργο πράγμα, χαμογελούσε μόνο το μισό του πρόσωπο, το άλλο έμενε εκεί, ακίνητο, ανέκφραστο…») μετέωρος, παρείσακτος, χωρίς λύτρωση, πυρακτωμένος. Ημέρα γενεθλίων και ημέρα αυτοκτονίας, προσδοκίες και διάψευση, ζωή και ισόβια δεσμά, το σκοτεινό οικογενειακό παρελθόν και το εξίσου σκοτεινό μέλλον, πύρινος κύκλος, κλοιός. Αν και εγκληματίας (πατροκτόνος) είναι τρυφερός και ευαίσθητος. Άλλωστε όλοι είναι ικανοί για το καλό και το κακό, θα έλεγε ο Ντοστογιέφσκι. Το τέλος του βιβλίου, αφήνει τον ήρωα μετέωρο, σαν τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, μεταξύ θείας και ανθρώπινης δικαιοσύνης. Τα αντίθετα φορτία παράγουν ηλεκτρισμό και προκαλούν αυτονανάφλεξη. Λεκτικά σκληρό και τρυφερά απελπισμένο. Ένα πολύστροφο, επώδυνο αφήγημα-σύμπαν, προέκταση των ποιημάτων του Γκέζου [11] και με συμπληρώσεις-ψηφίδες από διηγήματά του [12], που δεν θα καταπιεί η λάσπη του χρόνου.
……………………………………………………………………………
Υποσημειώσεις
[1] Μια νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατά του και τη βρήκα πικρή και τη βλαστήμησα οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη. Δραπέτευσα… Ω μάγισσες, μιζέρια, μίσος εσέις θα διαφυλάξετε το θησαυρό μου. Κατόρθωσα να σβήσω από τα λογικά μου κάθε ελπίδα ανθρώπινη. Με ύπουλο σάλτο χίμηξα σα θηρίο πάνω σ’ όλες τις χαρές να τις κατασπαράξω. Επικαλέστηκα τους δήμιους να δαγκάσω, πεθαίνοντας. τα κοντάκια των όπλων τους. Επικαλέστηκα κάθε οργή και μάστιγα να πνιγώ στο αίμα, στην άμμο η απόγνωση ήταν ο θεός μου. Κυλίστηκα στη λάσπη στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος ξεγέλασα την τρέλα και η άνοιξη μου πρόσφερε το φρικαλέο γέλιο του ηλίθιου. (Ρεμπώ).
[2] «Δεν υπάρχει καλός πατέρας», γράφει ο Σάρτρ (Οι Λέξεις, 1963). «Είναι ο κανόνας –Κι ας μην κατηγορούμε τους ανθρώπους αλλά το δεσμό της πατρότητας. Αν ζούσε ο πατέρας μου θα είχε πέσει πάνω μου φαρδύς-πλατύς και θα με είχε συνθλίψει». Και ο Μπρυκνέρ (Ένας καλός γιος): «Δεν υπάρχει δυσκολότερο απ’ το να είναι κανείς πατέρας. Αν είναι ήρωας, συντρίβει με τη δόξα του, αν είναι κάθαρμα, με την αχρειότητά του, κι αν είναι ένας συνηθέστερος άνθρωπος με τη μετριότητά του».
[3] Στη χορεία των ψυχικά διαταραγμένων ηρώων της νεοελληνικής λογοτεχνίας, μόνος απέναντι σε έναν αδιάφορο κόσμο, αλλά όχι σιωπηλός όπως π.χ. οι ήρωες του Μ. Μητσάκη: ένας φλύαρος, παραληρηματικός, ασθματικός ήρωας που μονολογεί και συγχρόνως σκέπτεται.
[4] Ακόμα βρίσκει κανείς παράλληλα με άλλα πολύ σύγχρονα έργα όπως το Στην άκρη του γκρεμού του Ισπανού Ραφαέλ Τσίρμπες, ενός μυθιστορήματος για την κρίση, όπου ο χρεοκοπημένος ήρωας βρίσκει διέξοδο στα βαλτοτόπια της πατρίδας του.
[5] «Τους ήρωές μου τους είδα να ζούνε μέσα στη βιοπάλη, στον βόρβορο και στην κοσμοχαλασιά» Πέτρος Πικρός.
[6] Ο γιος στο διήγημα «Καρδιές για φάγωμα» που διαβάζει βιβλία και διαφοροποιείται από το οικογενειακό περιβάλλον.
[7] Ζούσα τις πιο βαθιές μου λεπτομέρειες καθώς αργά ο έρμος διανύω την κόλαση περιμένοντας καρπούς απ’ τα ψέματα πάλι την όσφρηση του βίαιου μυαλού μου κι ο θάνατος αχολογούσε άρωμα μητέρας βόσκοντας έρωτα στην αναισθησία των άστρων ανεπαίσχυντα. Λοιπόν η άβυσσσος ο καταπιώνας που δεν κοπάζει. Δικό μου είναι αυτό το βιβλίο η δάκνουσα λαλιά κι η ανάγνωση. Δεν έχω κανένα δικαίωμα στην ευτυχία (Νίκος Καρούζος).
[8] Σφηνωμένος εκεί που οι πόρτες κλειστές./Χτυπημένος ανάσκελα μπρούμυτα./Ένα δίχτυ του χρόνου./Ένα δίχτυ του κάποτε-ανασαίνω-ελπίδα-/σας γράφω./Όταν έλεγες με τα νύχια μου σκάβω το χώμα στην/κόλαση/και τα λόγια σου πηδούσαν απ’ το αίμα./Άλλο πράγμα το γέλιο-γελούσες/άλλο πράγμα η φωνή-μην ουρλιάζεις/μη γυρίζεις το κεφάλι σου πίσω/στάσου ακίνητος μη (Τάκης Σινόπουλος).
[9] Αποδελτίωσα στίχους μεταπολεμικών κυρίως ποιητών και ποιητών της ήττας που κάνουν χρήση της «λάσπης», για να διαβαστούν παράλληλα, διαμορφώνοντας ένα ευρύτερο συγκείμενο και να φωτίσουν τις διακειμενικές αναφορές του Γκέζου και τις συνυποδηλώσεις της λάσπης: άλλοτε ως βούρκου παρακμής κι άλλοτε ως πολτού στομαχικών υγρών. Μπορεί λοιπόν με ασφάλεια νομίζω να χαράξει κανείς ένα παράλληλο ανάμεσα πχ. στη Μακρόνησο ως τόπο εξορίας και τη σύγχρονη Αθήνα, προσδιορισμένη ως τόπο αποσύνθεσης, παρακμής και διάψευσης προσδοκιών.
[10] Γράφει πάλι στο Υπόγειο: «και γιατί είστε πεπεισμένοι πως ο άνθρωπος έχει ανάγκη μόνο από εκείνο που είναι κανονικό και θετικό, και πως μόνη η ευτυχία είναι χρήσιμη για τον άνθρωπο; Λέτε ο άνθρωπος αγαπά μόνο την ευτυχία; Μα ίσως να αγαπά άλλο τόσο τον πόνο. Και μπορεί ο πόνος να του είναι τόσο χρήσιμος όσο και η ευτυχία… Ο πόνος; Μα είναι και η μόνη αιτία της συνείδησης… Η συνείδηση βρίσκεται πολύ πιο πάνω από το δύο και δύο κάνουν τέσσερα… Όσο οπισθοδρομικό και αν φαίνεται, σίγουρα (ο πόνος) αξίζει περισσότερο από το τίποτε». Για να αποφύγει κανείς την αυτοκτονία, το τίποτε, το μηδέν, το «μη είναι», επιλέγει το «είναι» ως πόνο. (Καρυωτάκης: «Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων»).
[11] Βλ. π.χ. στο ποίημα «Μια ώρα αρχύτερα» (Ανεκπλήρωτοι Φόβοι, Πολύτροπον, 2012): «μη τυχόν και ξεχυθεί ο βούρκος απ’ το στόμα μας».
[12] Βλ. τα δημοσιευμένα διηγήματα «Καρδιές για φάγωμα», «Το δώρο», «Αυτοχειρόγραφο», με ήρωες που προέρχονται από το ενιαίο σύμπαν του Γκέζου.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφίες: Coskun Cokbulan.]