Στεκόμουν στην εξώπορτα όλη μέρα, κι όταν νύχτωσε
«το αύριο, πώς θα ’ναι άραγε;» σε ρώτησα – και συ:
Περίεργα παιχνίδια κάνουν εδώ κάτω η θάλασσα με τη γη:
είναι δεν είναι εκατό μέτρα το νερό κι είν’ αδύνατο να περάσεις
απέναντι, τα πλοιάρια όλα δεμένα από φόβο για τη νύχτα
τη φουρτουνιασμένη· κι η γέφυρα θα κόστιζε πολύ ακριβά-
«και τι σχέση έχουν όλ’ αυτά;» «μα το θεό, εγώ δεν έχω ιδέα,
συ όμως θα δεις, ίσως, σαν συνηθίσεις»· στο σκοτάδι
οι επιβάτες μάταια στυλώνουν απέναντι το βλέμμα
με αγωνία: θα πρέπει να κοιμηθούν εδώ, πάνω στους μπόγους τους
διότι είναι δύσκολο πια να περιμένουνε να ξημερώσει- «μπα,γιατί;»
-διότι, λέω, είναι δύσκολο πια να ξημερώσει, όμως ξαφνικά
στα βάθη της νύχτας φτάνει τεράστιο πλοίο· κι όλοι χαζεύουμε
μισοκοιμισμένοι, καθώς αγκομαχάει να μπει στο στενό: σβηστά
φώτα και μηχανές, μα το νιώθουμε καθώς ξεδιπλώνει πανιά-
«απίθανα πράγματα λες, σαν να τα ξεσήκωσες από παλιά βιβλία-»
δε διαφωνώ, μα άκου κι αυτό: τελικά -θαύμα- μόλις που χώρεσε
και στάθηκε κατά μήκος, έτσι που μπαίναν όλοι απ’ την πίσω πόρτα
κι η μπροστινή ανοίγει κατευθείαν στην απέναντι, άγνωστη στεριά·
οι επιβάτες, νυσταγμένοι, μπουλούκια, μπλέκονται στους λαβυρίνθους:
«χάθηκε, λέει, ένας διάδρομος να μπαίνει απ’ τη μια και να βγάζει
ευθεία;» – ευθεία δεν υπάρχει κι ακούγονται πια σ’ όλες τις σκάλες,
άλλοι πάνε κάτω, φτάνουν ως τα μηχανοστάσια κι εκεί
ζαλισμένους απ’ τα πετρέλαια αμέσως τους δένουν, τους ντύνουν
να τ’ οδηγήσουν πάλι πίσω- «με ποιο δικαίωμα; και πού πίσω;
μα δεν είχε πανιά;» «είχε, μα τώρα πήγαινε πίσω, δηλαδή στ’ ανοιχτά,
από κει που ′ρθε τέλος πάντων»· άκου όμως ακόμα και τούτο:
άλλοι ανεβαίνουν, ανεβαίνουν- οι βαριές μεταλλικές πόρτες κλείσαν
πίσω τους· και βρέθηκαν στο πάνω κατάστρωμα, μόνοι
απέναντι στον ουρανό – παγερός άνεμος, φως χλωμό
στα πρόσωπα· κι ένας δείχνει ψηλά τον ουρανό και λέει:
«κοίτα τι θλιβερή η νυχτιά και πόσο λίγο μάς φωτίζει»,
κι εκείνος αντιλαλεί: «κοίτα τι θλιβερό κι απελπισμένο πλήθος
φωτίζω», και σβήνει και το τελευταίο του άστρο- «και;»
«και τίποτα πια». –
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Eugene de Salignac.]