Η ποιητική της κυριαρχίας
Για τον Μακιαβέλι του Παναγιώτη Κονδύλη
Αν εξαιρέσουμε την εισαγωγή με την οποία συνόδευσε την δική του μετάφραση της Επανάστασης των διευθυντών του James Burnham το 1969, η δίτομη έκδοση της μετάφρασης από τον ίδιο επιλεγμένων έργων του Μακιαβέλι το 1972, και κυρίως η εκτενής εισαγωγή μέχρι τη σελίδα 187 του πρώτου τόμου είναι, ουσιαστικά, η πρώτη εμφάνιση του Παναγιώτη Κονδύλη στα ελληνικά γράμματα. Είναι μόλις 28 χρονών, η ικανότητα δε της ανασύνθεσης και της κριτικής εποπτείας ενός τεράστιου υλικού, η οποία θα τον χαρακτηρίσει στα μετέπειτα χρόνια, είναι εδώ ήδη εντυπωσιακά ώριμη και δεξιοτεχνική. Ο Κονδύλης είναι από τις περιπτώσεις εκείνες των στοχαστών που βρήκαν πολύ νωρίς το προσωπικό στίγμα τους. Η επόμενη δημοσίευσή του θα έρθει επτά χρόνια αργότερα, στα γερμανικά τώρα, με την διατριβή του για τον γερμανικό ιδεαλισμό. Μέχρι τον αδόκητο θάνατό του το 1998, ο Κονδύλης θα συνέχιζε με αμείωτους ρυθμούς να γράφει και να δημοσιεύει στα γερμανικά και στα ελληνικά κείμενα που δεν έχουν διόλου χάσει το φιλοσοφικό και το ιστορικο-πολιτικό τους ενδιαφέρον. Απεναντίας, αυτό μοιάζει μάλλον να αυξάνεται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και αλλού, έτσι που ο Günter Maschke, για παράδειγμα, σημείωνε το 2007 στον πρόλογο της γερμανικής μετάφρασης και έκδοσης του νεανικού κειμένου για τον Μακιαβέλι, πως η σημασία του έργου του Κονδύλη μένει ακόμα να κατανοηθεί σωστά. Πέρα όμως από την πρωτογενή συγγραφική παραγωγή, τα χρόνια αυτά ο Κονδύλης δεν έπαψε επίσης να μεταφράζει στη μητρική του γλώσσα σημαντικά κείμενα της ευρωπαϊκής σκέψης, δραστηριότητα που αποτελούσε μέχρι τέλους ‘ένα πολύ προσφιλές κεφάλαιο της πνευματικής ζωής [του]’. Έχοντας κατά κάποιο τρόπο προδώσει, όπως ο ίδιος ένιωθε, την ελληνική γλώσσα, καθώς έγραφε συνήθως πρώτα στα γερμανικά, την κατανόησε και την αγάπησε ακόμα περισσότερο στην ιστορική της διαδρομή, και οι μεταφράσεις του στάθηκαν καρπός της διαρκούς επιστροφής του σε αυτήν. Επιπλέον, αυτές μαρτυρούν ό,τι ο ίδιος αντιλαμβανόταν ως αίσθηση χρέους και ως ‘υπαρξιακό δεσμό’ του με την Ελλάδα, ‘ικανό να κρυσταλλωθεί σε πράξεις’. Εκ των υστέρων, συνεπώς, δεν μοιάζει διόλου τυχαίο ότι η συγγραφική και η μεταφραστική πορεία του Κονδύλη ξεκίνησαν από κοινού με έναν στοχαστή για τον οποίο η συγγραφική πράξη στάθηκε αναπόσπαστα δεμένη με την ετερογένεια των δυνάμεων της γνώσης και της γνωσιακής διαδικασίας αφενός, και της προσωπικής δέσμευσης σε μια διαχρονική συλλογική ταυτότητα αφετέρου. […]
[Η συνέχεια της πολυσέλιδης μελέτης του Ηλία Παπαγιαννόπουλου στο Φρέαρ, τχ. 14 που κυκλοφορεί. Υπενθυμίζουμε ότι η ύλη του έντυπου περιοδικού είναι εντελώς άλλη από την ύλη που δημοσιεύεται καθημερινά στην ιστοσελίδα μας.]