Κυβέλης 3
Στο πλωτό καράβι της λίμνης της Ζυρίχης
φάγαμε καραβίδες
ρουφήξαμε τα μεδούλια των ψαριών
Κι ύστερα μου μίλησες για δαχτυλίδια
και για κόσμους,
Τους γιους μας που θα κρεμιούνται απ’ τα μανίκια μας
Τα τραπέζια, τα κόκκινα μπαζάρ
Χριστοί ακόμα και τα κορίτσια μας!
Όλα σ’ αφθονία, σκέφτηκα,
κι ένα γερό στροφιλίκι
να κόβει το σκοινί του σύμπαν-σήμερα,
του σύμπαν-πέτρα
Τραυλίζεις,
Και πότε μεγάλωσε τόσο ο κόσμος;
Τα ψάρια, τα διαμάντια,
εκείνον τον καθρέφτη
εσύ κι εσύ
θα σας φυλάω πάντα
Στο παιδικό μου δωμάτιο
Κυβέλης 3, στο Γαλάτσι
***
Tι μάτια
Αέρα κατέβαζαν από πάνω απ’ το βουνό της Πίνδου
τα χρωματιστά μπρελοκάκια των βοσκών των ορέων
τόσο κοντά στην πατρίδα Κέρκυρα και στα όνειρα…
Εκεί κι εσύ, ανάμεσά τους, το μπρελοκάκι-τίγρης
κρέμεσαι στο μηχανάκι απ’ τα πόδια,
σε γυρίζει στους δρόμους του Γαστουριού
το κοκκαλιάρικο αγόρι της οικοδομής
σε γυρίζει ακόμα
/τα πράσινα μάτια του/
σε πάνε παντού
***
Πλησιβιτσιώτικη μέρα
Πλησιβιτσιώτικη μέρα!
Στην πλάτη σου ζωγραφισμένο ένα δέντρο, σκηνή nogaku Ιαπωνίας,
η μάσκα σου, άνθος!
σκοτεινή συνάντηση ανθέων οργανώνεις εκεί στο στήθος
γράφεις πέρα απ’ τη σπηλιά, την Άστρος!
γράφεις γι’ ασχήμιες
γι’ αυτό που θα ξανάρχεται
τον κύκλο, το δαχτυλίδι
που δυναμώνει τις ιστορίες,
που έχει μπροστά του ένα ολόκληρο ποτάμι
να περάσει
***
Η μεγάλη της έφηβης
Κάθεται το καντήλι με τα χριστουγεννιάτικα κεριά
στα κίτρινα και μωβ μωσαϊκά,
μαζί με τα βασιλικά ξεροκλάδια των Αντικυθήρων
Εκείνα τα λουλουδάκια που έχω στο μπάνιο
απ’ το 2000 περίπου
Τότε θυμήθηκα τις βουτιές με τη Ζωή
στη σπηλιά των ελεών,
και μια γυναίκα στην παρέα
που δεν ήθελε να βουτήξει.
Γελούσαμε τότε με τα παιδιά
Ήταν μάγισσα, λέγαμε,
Αβούτηχτος βούδας-
σημείο πετάλων κι αραχνών!
Όταν καθόταν,
εξατμίζονταν οι συλφίδες των νερών
απ’ τη μία πλευρά της βάρκας
Η γυναικούλα που δεν παραδεχόμασταν
πως ήταν ικανή να φτάσει ως τα βάθη μας
Η μεγάλη της έφηβης
που απόψε να τη πάλι!, μούσκεψε τον καναπέ
με τα νερά στην πλάτη.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Gregoire Kenne.]