frear

Το Δωμάτιο – της Αφροδίτης Εξερτζή

Και ξεκινώντας βρίσκεσαι σ’ ένα δωμάτιο. Πολύχρωμο κι ευχάριστο. Ανοίγεις ορθάνοιχτα τα μάτια σου και το επεξεργάζεσαι. Σ’ αρέσει. Ή έτσι νομίζεις. Παρατηρείς τα πάντα, ώσπου κάποια στιγμή βλέπεις μια φιγούρα να σε πλησιάζει και καταλαβαίνεις ότι έχει καλές προθέσεις. Νιώθεις ό,τι νιώθει και άρα προστατευμένος με μια της αγκαλιά! Γελάς και ξαναγελάς. Τη στιγμή που σε αφήνει νιώθεις άδειος κι αρχίζεις να κλαις. Αισθάνεσαι τον τρόμο της που προκλήθηκε απ’ το κλάμα σου και καθησυχάζεσαι. Επειδή σού δείχνει πάλι τη φροντίδα της… Ικανοποιείσαι! Νομίζεις πλέον ότι όλα γυρίζουν γύρω σου. Όλα και όλοι. Σε ακουμπά κάπου προσεκτικά και απομακρύνεται.

Έχει περάσει καιρός και έχει κυλήσει δίπλα και μέσα σου τόση χαρά! Είσαι ολοκληρωμένος, καθώς έχεις τα πάντα. Το δωμάτιο πλημμυρίζει από αγάπη και προστασία, από δροσερές φωνές και καρδιές που –αλήθεια– καίνε. Μα, τι σου λείπει; Τίποτα!

Και σήμερα τι συνέβη; Ένιωσες μόνος, προδομένος. Άρχισες πάλι να κλαις. Αλλά αυτή τη φορά από απελπισία. Όμως κράτησε μόνο μερικές στιγμές που στην πραγματικότητα σού φάνηκαν αιώνες. Κράτησε τόσο, γιατί επέστρεψαν. Δεν σε είχαν παρατήσει! Νόμιζες…

Και τώρα τι; Φωνάζεις; Φωνάζεις! Για ποιο λόγο; Θυμήσου ότι αυτό είναι το δωμάτιο που σε έχει ζήσει, που το έχεις ζήσει. Τώρα λες πως δε σ’ αρέσει. Δε σου αρέσει η αύρα του, το χρώμα του, τα αντικείμενά του (ή και δικά σου) και τελικά καταλήγεις να λες ότι δε θέλεις πια να ζεις με τις φωνές του. Σου προκαλούν αηδία. Και δε σε καταλαβαίνουν. Και δε σε ακούν. Δε σε αισθάνονται. Λες ότι πολύ απλά είναι αφόρητες και σε πνίγουν. Δε σου επιτρέπουν να πετάξεις, να λάμψεις, να αλλάξεις, να προχωρήσεις, να ζήσεις. Οι φωνές προσπαθούν να σε ηρεμήσουν και να σε οδηγήσουν στο ”σωστό”. ”Δεν ξέρετε εσείς ποιο είναι το σωστό!”, φωνάζεις.

Όμως τυλιγμένος στον ίδιο σου τον εαυτό, συνειδητοποιείς ότι ίσως να μην είσαι μόνος. Βλέπεις δυο χέρια σε μία απ’ τις γωνίες του δωματίου σου να σε καλούν να πας κοντά τους. Δύο στάλες αισιοδοξίας σού ποτίζουν τα βλέφαρα και περνούν από το κάθε κύτταρο του σώματος σου, με αποτέλεσμα να σε γαργαλήσουν τελικά. Έτσι, συμπεραίνεις ότι μπορείς χωρίς φόβο να αγγίξεις τα δύο χέρια. Ενώνετε τα δάχτυλά σας και πλέον είσαι σίγουρος πως μπορείς να τους έχεις απόλυτη εμπιστοσύνη.

Οι δύο στάλες αισιοδοξίας έγιναν τέσσερις και μετά έξι, οχτώ, δέκα, φτάνοντας σε σημείο να νιώθεις οτιδήποτε άλλο, παρά αισιόδοξος. Γιατί ενώ αναζητάς κι άλλες, όσες και να ’χεις, δε σου φτάνουν. Σε κάνουν να νιώθεις περισσότερο άδειος και να νομίζεις ότι συρρικνώνεσαι. Μεταμορφώνεσαι τότε σε μια αόρατη κλωστή που βρίσκεται στη μέση ενός σκοτεινού χωραφιού με ολόχρυσα στάχυα και παρασέρνεται από τον άνεμο. Ανέκφραστη και σιωπηλή. Κοιτάζεις γύρω και αντιλαμβάνεσαι ότι πίσω ακριβώς από τον σκούρο φράχτη υπάρχουν εκείνες οι φωνές που τότε απλώς δεν ήξεραν. Χαμογελάς ειρωνικά προς εσένα και κάνεις ένα βήμα πίσω.

Βρίσκεσαι πάλι στο δωμάτιο. Το λευκό σου βλέμμα αναζητά λίγο φως. Γέρνεις αργά το κεφάλι και αντικρίζεις ένα πρόσωπο, σ’ ένα γαλάζιο φόντο. Σού γνέφει κι εσύ πας. Δε σου αρέσει εκεί που βρίσκεσαι! Χτυπιέσαι, φωνάζεις, βρίζεις και κλαις. Ακούς ψιθύρους να σου λένε ότι δεν υπάρχει άλλη επιλογή ούτε άλλος τρόπος. Δε σε νοιάζει, θες να φύγεις. Σε δένουν με αλυσίδες, σου χαϊδεύουν τα μαλλιά κι εσύ δεν έχεις πια δύναμη. Τα παρατάς και περιμένεις.

Είσαι ξαπλωμένος ή μάλλον τελείως όρθιος και αποφασίζεις να κουνήσεις τα χέρια σου. Επιτυγχάνεται κίνηση, άρτια κίνηση. Προσπαθείς να κάνεις το ίδιο και με τα πόδια. Ναι, τα καταφέρνεις! Ανοιγοκλείνεις τα μάτια σου, τεντώνεις τα δάχτυλά σου και δε σταματάς να περιστρέφεις το κεφάλι σου. Γελάς, μιλάς δυνατά, μιλάς, γελάς δυνατά. Φτάνεις μπροστά στον καθρέφτη του δωματίου. Κοιτάζεις. Βλέπεις τα μάτια σου σα δυο μικρά στραγάλια κι έτσι τα νιώθεις. Τα χέρια σου σα δυο κουπιά, τα πόδια σου σα δυο μεγάλα καλαμάκια, αυτά του καφέ, το στόμα σου σα δυο γραμμές μαύρες όπως το ζωγράφιζες μικρός. Έτσι φαίνεσαι και έτσι είσαι! Αρχίζεις να κλαις και δε σταματάς. Αγκαλιάζεις τον καθρέφτη, τον ευχαριστείς (η αλήθεια είναι ότι σε έκανε να καταλάβεις) και λες φωναχτά, με πείσμα, ότι δε θα το επιτρέψεις ποτέ ξανά! Γελάς, κλαις και θες να αισθανθείς το πώς είναι να γλιστράει ανάμεσα απ’ τα οστά και τη σάρκα σου η ευτυχία που κάποτε όντως είχες. Και τώρα ψάχνεις τις φωνές.

Κάνεις μία στροφή γύρω από τον εαυτό σου. Τότε αντιλαμβάνεσαι ότι το δωμάτιο έχει παραμείνει το ίδιο. Χαίρεσαι γι’ αυτό, όμως δε σ’ ενδιαφέρει τόσο. Εσύ ψάχνεις τις φωνές. Κοντοστέκεσαι, σκέφτεσαι. Τώρα το δωμάτιο είναι ίδιο, όμως δίχως τις φωνές. Αυτές δεν είναι πλέον πουθενά.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Η Αφροδίτη Εξερτζή είναι μαθήτρια της Α΄ Λυκείου στο Ράλλειο Λύκειο Θηλέων Πειραιά.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη