E.T.A. Hoffmann, Nυχτερινά, μτφρ. Γιάννης Καλιφατίδης – Ηλιάνα Αγγελή, Σμίλη, Αθήνα 2015.
Καρπός ενός δυστυχισμένου γάμου, είπε ο Φρόιντ ότι ήταν ο E.T.A. Hoffmann (1776-1822), ωστόσο, δυστυχισμένος ή καταπιεσμένος ή αυταρχικά σπουδασμένος, καταφέρνει να επιδείξει ταλέντα και στη συγγραφή και στη μουσική σύνθεση και στο σχέδιο και στη ζωγραφική και στην ύπνωση και στον μαγνητισμό και στην ψυχιατρική επιστήμη. Νομικές σπουδές σαν πρώτο επάγγελμα, αλλά και λογοτεχνία και φιλοσοφία και Ψυχολογία. Ο Γκαίτε, ο Σίλλερ, ο Ζαν Πωλ, ο Σαίξπηρ, ο Ρουσσώ, ο Καντ και γνωστοί ψυχίατροι της εποχής του βρίσκονται στις προτιμήσεις του. Άτακτος, γενικά, και πνεύμα προκλητικό, δεν άφηνε ευκαιρία να μην τσιγκλήσει, με τα γραπτά του, πρόσωπα της επίσημης κοινωνίας. Όσο για την προσωπική του ζωή, αυτή έχει όλα τα χαρακτηριστικά εκείνων που δεν ορρωδούν μπροστά σε τίποτα. Ερωτεύεται, παντρεύεται, χωρίζει, ξαναερωτεύεται (και μαθήτριές του, κάποτε και μια δεκατριών χρόνων, στα τριάντα πέντε εκείνος), δημιουργώντας σκάνδαλα. Παράλληλα, συνθέτει όπερες και μουσική για μπαλέτο, διευθύνει θέατρο, γράφει κριτικές πάνω σε έργα του Μπετόβεν, ορατόρια και άλλα έργα, προσθέτει στο όνομά του το Amadeus, για να δηλώσει τον θαυμασμό του στον αγαπημένο των θεών (Ernest Theodor Amadeus Hoffmann) και ανεβάζει στο θέατρο την Αρπαγή από το Σεράι και τον Μαγικό αυλό για να τιμήσει, φυσικά, τον Μότσαρτ. Ανάμεσα στις άλλες ασχολίες του εντάσσει και τις πολιτικές γελοιογραφίες και γράφει ασταμάτητα. Από την επίσημη θέση του μέλους Εξεταστικής Επιτροπής για σκάνδαλα, που στην ουσία είναι πολιτικές διώξεις διαφωνούντων, τάσσεται στο πλευρό των κατηγορουμένων, πράγμα για το οποίο έρχεται σε ρήξη με τις αρχές. Τα πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα της ζωής του παρέχουν υλικό αξιοποιήσιμο συγγραφικά. Τέχνη και πραγματικότητα συγκοινωνούν αγαστά. Τέλος, πεθαίνει άρρωστος από σύφιλη. Ο τάφος του βρίσκεται στο Γ΄ Νεκροταφείο του Βερολίνου.
Με τέτοιο βίο και πολιτεία είναι εύλογο ότι στα Νυχτερινά του ο αναγνώστης θα βρει τα στοιχεία της βιογραφίας του. Η μυθοπλασία, τύποις είναι μυθοπλασία, πραγματική ζωή είναι στην ουσία.
Με τον όρο «Νυχτερινά» είναι γνωστά, ζωγραφικά, κυρίως, έργα, όπου ο φωτισμός προέρχεται από μια τεχνητή πηγή ‒πυρσό π.χ.‒ και όχι από το φυσικό φως του ήλιου. Τα έργα αυτά θεωρούνται αδιάφορα κατά την άποψη των ειδικών της εποχής, όμως το μυστήριο που αποπνέουν οι πίνακες των Ρέμπραντ, Κορέτζιο, Κλωντ Λοραίν και άλλων επηρέασαν τον Χόφμαν, ο οποίος επιζητούσε την αντίθεση στο φως και τη στρεβλή παραμόρφωση. Με την άνοδο μάλιστα του γοτθικού μυθιστορήματος στην Αγγλία του 19ου αιώνα, η τεχνοτροπία υιοθετείται για να αποδώσει τις σκοτεινές πτυχές της ψυχής. Ο Σλέγκελ, στο έργο του Διαλέξεις περί δραματικής τέχνης και λογοτεχνίας, γράφει στην «Εισαγωγή του ο Γιάννης Καλλιφατίδης, «παρομοιάζει τη σκηνή της μάχης του Αζινκούρ στον Ερρίκο E΄ του Σαίξπηρ με έναν ‘‘αξιοθαύμαστο νυχτερινό πίνακα’’ και χαρακτηρίζει τον Οθέλλο ως ‘‘έναν τραγικό Ρέμπραντ’’». Το σκοτάδι, που είναι το γνώρισμα της ρομαντικής νύχτας, αποτελεί τον αντίποδα στον ορθολογισμό του φωτός. Οι ρομαντικοί λατρεύουν τη νύχτα και αυτό αποτυπώνεται στον Νοβάλις επί παραδείγματι και γίνεται αντικείμενο μελέτης σε θεωρητικά κείμενα. Ο Ασκληπιός ανακαλύπτει τη Νύχτα, η Νύχτα γεννάει το σκοτεινό και μυστηριώδες, γεννάει τον ύπνο και το θάνατο.
Τα «Νυχτερινά» στη μουσική εμφανίζονται στην εποχή του Μπαρόκ, ακμάζουν όμως στην εποχή του Ρομαντισμού με κατεξοχήν εκπροσώπους τον Φιλντ, Σούμπερτ και Σοπέν. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ο Χόφμαν δημιουργεί τα δικά του «Νυχτερινά», συνθεμένα με τόλμη και φαντασία, πρωτοτυπία και γελοιογραφική απεικόνιση των ετερόκλιτων τερατωδών και ζωωδών μορφών για να καυτηριάσει πρόσωπα και φορείς.
Ο όρος «φαντασία» απαντά στη γερμανική γλώσσα από τον 18ο αιώνα και εξελίσσεται σε όρο της αισθητικής, ενώ από τον 16ο αιώνα ήταν όρος και της μουσικής. Ο Χόφμαν χρησιμοποίησε τον μουσικό όρο «για έναν εικαστικό καλλιτέχνη προκειμένου να περιγράψει ένα λογοτεχνικό έργο» και έβρισκε πως στα χαρακτικά του Γάλλου χαράκτη Καλλό, συνυπάρχουν οι τρεις αυτές βασικές τέχνες στη σύνθεση των οποίων ανακάλυψε ο Χόφμαν τη δική του γραφή. Επομένως, διευκρινίζει ο Καλλιφατίδης «Ο Χόφμαν εισάγει μια αφηγηματική φιγούρα που χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη αντίληψη περί τέχνης. Ο ενθουσιασμός του εμπεριέχει ζήλο και ευαισθησία, μεταρσίωση και έκσταση, σαν αυτή που συναντάμε στη διονυσιακή λατρεία και βρίσκεται στη ρίζα κάθε ποιητικής έκφρασης. Τώρα ο ενθουσιαστής (ο δημιουργός) διαθέτει την ικανότητα να παρατηρεί πέρα από τα όρια του συνειδητού. Αυτή η φιγούρα, του «ενθουσιώδους ταξιδευτή» εισάγεται με τον «Δον Ζουάν» και πολλά διηγήματα, όπου ως «ψυχοπομπός» μας φέρνει γνώση από τις νυχτερινές περιπλανήσεις του στο βασίλειο της ανθρώπινης ψυχής.
Αυτής τη ψυχής αθέατες οπτικές μας δίνει ο Χόφμαν, εκφράζοντας απόψεις πάνω στις διάφορες μορφές της τέχνης, όπως κάνει στην περίπτωση της γοητευτικής «Ολυμπίας», η οποία φαίνεται «αλλόκοτα άκαμπτη και άψυχη» και που από το βλέμμα της «απουσίαζε κάθε αχτίδα ζωής» (ο σημερινός αναγνώστης δυσκολεύεται να μην την συσχετίσει με την Ολυμπία του Μανέ). Επίσης ενδιαφέρουσα ακούγεται η άποψη ότι «είναι αμαρτία να αξιολογείς τους διάφορους κλάδους της τέχνης με ιεραρχικά κριτήρια» ή «όταν παλεύεις ν’ αγγίξεις όχι την σαρκική ηδονή, όπως ο Τιτσιάνο, αλλά το υψηλό, το ύψιστο της θείας φύσης, τη σπίθα του Προμηθέα μέσα στον άνθρωπο… Θεέ μου! Είναι σαν να στέκεις στο χείλος ενός γκρεμού». Ότι «κάθε πνευματική επιδίωξη, κάθε δύναμη για επινόηση και δημιουργία ανάγεται σε συγκεκριμένες διεργασίες των σπλάχνων και του στομάχου» (το υποστήριζε και ο Μπετόβεν). Ότι «Η σκέψη γεννιέται από το ζευγάρωμα δύο μικροσκοπικών ινών στον ανθρώπινο εγκέφαλο». Ότι η πεταλούδα που άγγιζε με τα φτερά της πότε τις πάνω και πότε τις κάτω χορδές του κλειδοκύμβαλου, παρήγαγε νότες και συγχορδίες ανεπαίσθητες. Ότι «η βαθύτερη αλήθεια πίσω από τα ανεξιχνίαστα μυστήρια που μας περιβάλλουν είναι εκείνη που μας χαρίζει τη δύναμη να αναγνωρίζουμε το κυρίαρχο πνεύμα απ’ όπου πηγάζει η ίδια μας η ύπαρξη» κι ακόμα ότι «το χάρισμα να αντιλαμβανόμαστε καθετί ανεξήγητο που συμβαίνει στη ζωή έχει δοθεί σε ορισμένους από μας με τη μορφή μιας ξεχωριστής αίσθησης».
Τα Νυχτερινά, καλογραμμένα και καλομεταφρασμένα, είναι οχτώ στο σύνολό τους και συνοδεύονται από «Εικονογραφικό υλικό» (φιγούρες, πορτρέτα, σκίτσα, όλα συμπληρωματικά των έργων), συστηματική «Εισαγωγή», διευκρινιστικότατες «Σημειώσεις» και λεπτομερή «Εργογραφία». Είναι βιβλίο γοητευτικό από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Μια απολαυστικότατη περιπλάνηση σε ιστορίες φανταστικές, συνθεμένες με ρεαλιστικό και ρομαντικό πνεύμα, με υλικά αντλημένα από τα μυστικά των Τεχνών, με τις οποίες ασχολήθηκε ο Χόφμαν, σχόλια και πληροφορίες που κάνουν τον αναγνώστη να ακούει τις αναφερόμενες μουσικές συνθέσεις, να βλέπει τους ζωγραφικούς πίνακες, και τα αρχιτεκτονικά μέλη των επιφανών οικοδομημάτων, να αγγίζει τα βιβλία, να επικοινωνεί με τις φιλοσοφικές απόψεις και τις ψυχολογικές ερμηνείες. Όλα μια περιδιάβαση στην επιφάνεια των κειμένων, με το νυχτερινό φως να κρύβει και να αποκαλύπτει το μυστηριώδες από τη λογική και να επιτρέπει στο ανεξήγητο να υπερβαίνει τη φύση και τη συνηθισμένη ροή της
.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]