Μετάφραση: Ούρσουλα Φωσκόλου
Τι βλέπουν οι τυφλοί απ’ τα παράθυρα
Υπάρχει στον αέρα μια μυρωδιά ψωμιού που καίγεται
και σύκων ζεστών, μαρμελάδας κεράσι. Ακούω πιάτα που μαλακά
στήνονται στο τραπέζι. Και μαχαιροπήρουνα.
Ο Πιερ Πάολο μας φτιάχνει πρωινό.
Πολύ καιρό είμαι ξαπλωμένη σε τούτο το χτιστό κρεβάτι,
τα σεντόνια ρυτιδωμένα λες και κρατούν ακόμη
ένα άλλο σώμα. Επάνω στο μαξιλάρι, μια μόνο
μελαχρινή τρίχα.
Πού βρίσκομαι; Δεν αναγνωρίζω τις ώρες
μέχρι που το σχήμα του παραθύρου εμφανίζεται
σαν τρένο που πλησιάζει, αργά, έπειτα επάνω μου
ξαφνικά. Το εωθινό φως γίνεται
η άνοιξη, όταν έφτασα,
όταν ακόμα και οι μέρες έμοιαζαν
με νύχτες και η λευκή αχλύς του ύπνου
έφερνε μόνο λαχτάρα για ύπνο πιο πολύ.
Τότε ήταν που μου είπες
όσοι γεννήθηκαν τυφλοί δεν ονειρεύονται
με εικόνες
αλλά με μουσικές κι αγγίγματα. Τα παράθυρα των ονείρων τους
δεν είναι τα δικά μας.
Το βλέπω τώρα
φοβόμουν τρομερά ν’ αφεθώ στα χέρια σου. Φοβόμουν
πως θα ξεχνούσα ότι είσαι εσύ. Κάθε που ένιωθα ηδονή,
πλήγωνα τον εαυτό μου.
Ο Πιερ Πάολο τραβάει την καρέκλα να καθίσω, μου δίνει
μια χαρτοπετσέτα. Αλείφει με βούτυρο μια φρυγανισμένη φέτα
αυξάνει την ένταση στο ράδιο για ν’ ακούσουμε
τη Μαρία Κάλλας να τραγουδά
την τελευταία άρια της Ιζόλδης, που κοκκινίζει μεμιάς
τα μάγουλά μας. Καθώς ανασταίνεται της Ιζόλδης ο εραστής
κι έπειτα ξανά πεθαίνει, ο Πιερ Πάολο πηγαίνει στο παράθυρο,
και διάπλατα το ανοίγει.








