frear

Πορτραίτα κυριών – Έζρα Πάουντ και Τ.Σ. Έλιοτ

Μετάφραση: Δημήτρης Ξυδερός

Πορτραίτο μιας κυρίας – του Έζρα Πάουντ

Το μυαλό σας κι εσείς, των Σαργασσών μας η Θάλασσα είστε,
Για εσάς το Λονδίνο έχει καθαρίσει εδώ και χρόνια το αποτέλεσμα
Και πλοία λαμπερά σας άφησαν για τέλος, ετούτο ή τ’ άλλο:
Ιδέες, παλιό κουτσομπολιό, εκκεντρικότητες όλων των θεμάτων,
Της γνώσης παράξενες φιλονικίες και τη θαμπή πραμάτεια της τιμής.
Μεγάλα μυαλά σας έχουν αναζητήσει – ελλείψει κάποιας άλλης.
Ήσασταν πάντοτε δεύτερη. Τραγικό;
Όχι. Από το σύνηθες το προτιμούσατε:
Έναν άνδρα πληκτικό, ανιαρό και γυναικόδουλο,
Ένα νου συνηθισμένο – με μια σκέψη λιγότερη το χρόνο.
Ω, είστε υπομονετική, σας έχω δει να κάθεστε
Ώρες, όπου θα μπορούσε ν’ αναδυθεί κάτι.
Και τώρα το πληρώνετε. Ναι, πληρώνετε ακριβά.
Είστε ένα πρόσωπο με κάποιο ενδιαφέρον, ένας έρχεται σε ‘σας
Και λαμβάνει παράξενο κέρδος:
Έπαθλα αλιευμένα: κάποια αδιάκριτη πρόταση:
Γεγονός που δεν οδηγεί πουθενά: και μια ιστορία για δύο,
Με μανδραγόρες κυοφορούσα, ή με κάτι άλλο
Το οποίο θα αποδεικνύονταν ωφέλιμο ίσως μα δεν αποδεικνύεται ποτέ,
Το οποίο ποτέ στη γωνιά δεν χωράει ή έστω δηλώνει κάποια χρήση,
Ή βρίσκει την ώρα του στο πλέξιμο των ημερών επάνω•
Η γανιασμένη, φανταχτερή, καταπληκτική παλαιά εργασία:
Είδωλα και αμπάρο και σπάνιοι διάκοσμοι,
Αυτά είναι τα πλούτη σας, η μεγάλη σας παρακαταθήκη: και ακόμα
Για όλο το ενάλιο απόθεμα από φυλλοβόλα πράγματα,
Παράξενες ξυλείες μισομουσκεμένες, και νέες πιο λαμπερές υφές:
Στον αργό πλου διαφορετικού φωτός και βάθους,
Όχι! Δεν υπάρχει τίποτα! Ολάκερο και όλο,
Τίποτα εντελώς δικό σου.
Ωστόσο, αυτό είσαι εσύ.


Πορτραίτο μιας κυρίας – του Τ.Σ. Έλιοτ

Έχεις διαπράξει-
Μοιχεία : όμως αυτό ήταν σε άλλη χώρα
Και άλλωστε, η έκφυλη είναι νεκρή.
(O Εβραίος της Μάλτας)*

Ι.
Στον καπνό και στην ομίχλη ανάμεσα ενός απογεύματος του Δεκέμβρη
Έχεις τη σκηνή από μόνη της κανονισμένη – όπως θα έμοιαζε να ‘ναι –
Μ’ ένα «έχω φυλάξει για ‘σένα ένα απόγευμα»:
Και τέσσερα κεριά στο σκοτεινιασμένο δωμάτιο,
Τέσσερεις κρίκους φωτεινούς επάνω στο ταβάνι,
Μια ατμόσφαιρα τάφου Ιουλιέτας
Για όλα αυτά προετοιμασμένη, που θα ειπωθούν ή θα απομείνουν ανείπωτα.
Έχουμε πάει, ας πούμε, ν’ ακούσουμε τον τελευταίο Πολωνό
Να μεταδώσει τα Πρελούδια, από τα μαλλιά και τα ακροδάχτυλα του.
«Τόσο οικείος, αυτός ο Σοπέν, που πιστεύω η ψυχή του
Πρέπει ν’ αναστηθεί μονάχα ανάμεσα σε φίλους
Δύο-τρεις, οι οποίοι δεν θα χαλάγανε την έξαρση
Που σβήνεται κι αμφισβητείται στην αίθουσα συναυλιών.»
– Και η συζήτηση ολισθαίνει
Ανάμεσα σε ευχές και μεταμέλειες επιμελώς πιασμένες
Από εξασθενημένους ήχους των βιολιών
Ανακατεμένους με απόμερες κορνέτες
Και αρχίζει.

«Δεν ξέρετε τι σημαίνουν για ‘μένα, οι φίλοι μου,
Και πόσο, πόσο σπάνιο και παράξενο είναι, να βρεις
Σε μια ζωή που συντάσσεται τόσο πολύ, τόσο πολύ με μικροπράματα,
(Επειδή όντως δεν την αγαπάω… ξέρετε; Δεν είστε τυφλός!
Πόσο πρόθυμος είστε!)
Να βρείτε ένα φίλο που έχει τα προτερήματα αυτά,
Που έχει, και προσφέρει
Αυτά τα προτερήματα με τα οποία επιβιώνει η φιλία.
Πόσο σημαντικό είναι αυτό, σας λέω το εξής –
Χωρίς τις φιλίες αυτές – η ζωή, τι εφιάλτης!»

Στο ξεκούρδισμα των βιολιών ανάμεσα
Και στις αριέττες
Από κορνέτες ραγισμένες
Ανιαρό μες στο μυαλό μου αρχίζει ένα τομ-τομ
Εξωφρενικά σφυρηλατεί ένα δικό του πρελούδιο,
Μονοτονία ιδιότροπη
Αυτή τουλάχιστον είναι μια κατηγορηματική «φάλτσα νότα»
– Τον αέρα ας πάρουμε, σε μια μέθη καπνού,
Τα μνημεία ας θαυμάσουμε,
Τα τελευταία γεγονότα ας συζητήσουμε,
Την ώρα μας ας διορθώσουμε σύμφωνα με τα δημόσια ρολόγια.
Έπειτα να κάτσουμε έτσι για ένα μισάωρο και τις μπύρες μας να πιούμε.

ΙΙ.
Τώρα που οι πασχαλιές ανθίζουν
Έχει μια λεκάνη με πασχαλιές στο δωμάτιο της
Και καθώς μιλάει στριφογυρίζει μία.
«Αχ, φίλε μου, δεν γνωρίζετε, δεν γνωρίζετε
Τι είναι ζωή, εσείς που στα χέρια σας την κρατάτε.»:
(Αργά το μίσχο της πασχαλιάς στριφογυρίζει)
«Την αφήνετε να κυλήσει, να κυλήσει,
Και η νεολαία είναι βάναυση, και τύψεις δεν έχει
Και σε καταστάσεις χαμογελάει που δεν μπορεί να δει.»
Εγώ χαμογελάω, φυσικά,
Και συνεχίζω πίνοντας τέιον.
«Ακόμα και μ’αυτά τα ηλιογέρματα του Απρίλη, ενθυμούμαι κάπως
Την θαμμένη μου ζωή, και το Παρίσι την άνοιξη,
Νίωθω απροσμέτρητα γαλήνη, και τον κόσμο βρίσκω
Τέλος πάντων εξαίσιο και νεανικό.»

Επιστρέφει η φωνή σαν επίμονη παραφωνία
Από βιολί σπασμένο σε κάποιο του Αυγούστου απόγευμα:
«Είμαι πάντοτε σίγουρη ότι καταλαβαίνετε
Τα αισθήματά μου, σίγουρη πάντοτε ότι νιώθετε,
Σίγουρη ότι πέραν του βαράθρου το χέρι σου εκτείνεις.

Αλάβωτος είσαι, Αχίλλειο πτέρνα δεν έχεις.
Θα προχωρήσεις, κι όταν θα έχεις υπερισχύσει
Μπορείς να πεις: στο σημείο αυτό πολλοί έχουν αποτύχει.

Αλλά τι μου έχει απομείνει, τι μου έχει απομείνει, φίλε μου,
Να σας δώσω, τι μπορείτε να λάβετε από ‘μένα;
Τη φιλία μονάχα και τη συμπόνια
Κάποιας που έφτασε σχεδόν στου ταξιδιού της το τέλος.

Θα καθίσω εδώ, σερβίροντας τέιον σε φίλους…»

Το καπέλο μου παίρνω: δειλά να επανορθώσω πως μπορώ
Μ’ αυτά που εκείνη μου έχει πει;
Ένα οποιοδήποτε πρωινό, στο πάρκο θα με δεις
Τις σελίδες να διαβάζω με τις γελοιογραφίες και τ’ αθλητικά.
Ιδιαίτερα να παρατηρώ.
Μια Αγγλίδα κόμησσα στην σκηνή ανεβαίνει.
Ένας Γραικός δολοφονήθηκε σ’ ένα Πολωνικό χορό,
Άλλος ένας φυγόδικος τραπεζίτης έχει ομολογήσει.
Την έκφρασή μου διατηρώ
Παραμένω ατάραχος
Εκτός απ’ όταν ένα κλειδοκύμβαλο του δρόμου, μηχανικό και κουρασμένο
Κάποιο γνωστό φθαρμένο τραγούδι επαναλαμβάνει
Με το άρωμα των υακίνθων από τον απέναντι κήπο
Αυτά ανακαλώντας που οι άλλοι άνθρωποι έχουν επιθυμήσει.
Σωστές είναι ή λανθασμένες, οι ιδέες αυτές;

ΙΙΙ.

Καθεύδει η νύχτα του Οκτώβρη: όπως πρώτα επιστρέφει
Παρεκτός μια αίσθηση αμηχανίας ασήμαντη
Τα σκαλιά σκαρφαλώνω και γυρίζω το χερούλι της πόρτας
Και νιώθω σαν να έχω σκαρφαλώσει με τα γόνατα και τα χέρια.

«Και φεύγετε στο εξωτερικό λοιπόν: και πότε επιστρέφετε;
Αλλά αυτή είναι μια ερώτηση ανούσια.
Ούτε που ξέρετε πότε θα επιστρέψετε,
Θα βρείτε να μάθετε τόσα πολλά.»
Πέφτει το χαμόγελό μου βαρύ ανάμεσα στα μπρικ α μπρακ.

«Ίσως μπορείτε να μου γράφετε.»
Η αυτοκυριαρχία μου για μια στιγμή φλέγεται:
Όπως το είχα λογαριάσει.
«Τελευταία αναρωτιέμαι συχνά
(Όμως τα ξεκινήματά μας ποτέ δεν γνωρίζουνε καταλήξεις!)
Γιατί δεν γίναμε φίλοι.»
Νιώθω σαν κάποιος που χαμογελάει και θα παρατηρήσει γυρίζοντας
Έξαφνα, την έκφρασή του σ’ έναν καθρέπτη.
Η αυτοκυριαρχία μου εκχυδαΐζεται: σίγουρα είμαστε στο σκοτάδι.
«Επειδή όλοι αυτό έλεγαν, όλοι οι φίλοι μας,
Όλοι ήταν σίγουροι ότι θα σχετίζονταν τα αισθήματά μας
Τόσο κοντά! Εγώ μετά βίας καταλαβαίνω.
Πρέπει τώρα στην μοίρα να το αφήσουμε.
Οπωσδήποτε να μου γράφετε.
Ακόμα ίσως δεν είναι πολύ αργά.
Θα καθίσω εδώ, σερβίροντας τέιον σε φίλους.»

Και να δανειστώ πρέπει κάθε μορφή μεταβαλλόμενη
Για να εκφραστώ… χορεύω, χορεύω
Σαν χορεύτρια αρκούδα,
Κραυγάζω σαν παπαγάλος, φλυαρώ σαν πίθηκος.
– Τον αέρα ας πάρουμε, σε μια μέθη καπνού –
Ωραία! Και τι θα γίνει αν κάποιο απόγευμα αυτή πεθάνει,
Απόγευμα γκρίζο και συννεφιασμένο, δειλινό κίτρινο και ρόδο:
Θα έπρεπε να πεθάνει και να με αφήσει καθισμένο με την πένα στο χέρι
Με τον καπνό να καθεύδει πάνω από τις σκεπές:
Αμφίβολα, έτσι για κάμποση ώρα
Δίχως να ξέρει τι νιώθω και αν καταλαβαίνω
Εάν σοφός ή ανοήτος, αργοπορημένος ή πρόωρος…
Τελικά, δεν θα έχει αυτή το πλεονέκτημα;
Η μουσική με μια «θανατερή πτώση» είναι πετυχημένη
Και μιας που μιλάμε για θάνατο –
Θα έχω το δικαίωμα να χαμογελάσω;

[Από την ποιητική συλλογή Prufrock and Other Observations 1917]

Σημειώσεις:

* Christopher Marlowe – The Jew of Malta (c.1589)
Κρίστοφερ Μάρλοου – O Εβραίος της Μάλτας (1589)


[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη