Δεν μπορούσα να καταλάβω τι σκεφτόταν, το βλέμμα του ψυχρό και ουδέτερο. Τέλος πάντων, είπα αυτά που είχα να πω και περίμενα. Το μάτι μου έπεσε σε μια στοίβα βιβλία στην άκρη του γραφείου του, όλα στη γλώσσα των βαρβάρων, όπως διαπίστωσα με κάποια θλίψη.
«Δεν ξέρω αν μπορώ να σας φανώ καθόλου χρήσιμος», απάντησε εντέλει. «Μπορείτε αν το θέλετε», τον διαβεβαίωσα. Και πρόσθεσα: «Αν δεν έχετε ξεχάσει από πού κρατά η σκούφια σας». Γέλασε με την έκφραση. «Όχι, δεν έχω ξεχάσει». Ζήτησε συγγνώμη που δεν είχε να μου προσφέρει κάτι άλλο εκτός από τσάι, το αγαπημένο ρόφημα των βαρβάρων. «Δεν πειράζει», χαμογέλασα, «και μένα μου αρέσει το τσάι». Για να καταλάβει ότι δεν είμαι κανένας τρελός φανατικός. Έτσι βρεθήκαμε ν’ απολαμβάνουμε ζεστό μαύρο τσάι μιλώντας για την κατάσταση πίσω, στην πατρίδα. «Η κατάσταση δεν αλλάζει», του είπα και συμφώνησε.
Από τότε που θυμόμαστε τον εαυτό μας είμαστε λαός διαιρεμένος, καθένας μας κοιτάζει μόνο τον εαυτό του και τη φατρία του, και με την πρώτη ευκαιρία ορμάει να βγάλει το μάτι του γείτονά του. «Γι’ αυτό είμαστε εύκολος στόχος», κατέληξα, «γιατί δεν έχουμε ομόνοια και ολημερίς τσακωνόμαστε σαν τα σκυλιά». Γνωστά πράγματα, χιλιοειπωμένα. «Κρίμα γιατί ενωμένοι έχει αποδειχθεί ότι κάνουμε θαύματα», είπα, «ιδίως όταν μας κυνηγούν να μας πιούνε το αίμα». Με κοίταξε με απορία και ήταν φυσιολογικό για κάποιον γεννημένο μετέπειτα.
Την ήξερε βέβαια την ιστορία, την είχε διαβάσει. Εγώ προσπάθησα να του ζωντανέψω λίγο το γεγονός.
Διηγήθηκα πώς μας αιφνιδίασαν, πώς μας έπιασαν κυριολεκτικά στον ύπνο. «Νομίζαμε ότι στον αιώνα μας δεν γίνονται τέτοια πράγματα», του είπα, «μέσα σε λίγη ώρα όμως η πόλη μας είχε λαμπαδιάσει και πολλοί καήκανε μέσα στα σπίτια τους ζωντανοί». Έκανε να με διακόψει, δεν τον άφησα. «Την ημέρα εκείνη», συνέχισα ακάθεκτος, «για πρώτη φορά κάναμε αυθόρμητα όλοι μαζί μια προσευχή να μας στείλει ο Κύριος κάποιον που θα μας κάνει μια γροθιά και θα μας οδηγήσει ενάντια στους βαρβάρους, να τους διαλύσουμε και να τους πνίξουμε στο ίδιο τους το αίμα».
«Πάψε», μου φώναξε.
Ο νους του ήταν σε σύγχυση ‒οι βάρβαροι είχαν διακρίνει το ταλέντο του και από παιδάκι τον είχαν δεχτεί μετά βαΐων και κλάδων στη Μουσική Ακαδημία τους, τον είχαν πιστέψει και στηρίξει με κάθε τρόπο. Αυτή τη σύγχυση πήγα κι εγώ να εκμεταλλευτώ. «Το παρελθόν είναι παρελθόν», είπα, «το θέμα είναι τι κάνουμε σήμερα». Και του έδειξα το χαρτί με το κείμενο που θέλαμε να διαβάσει στην πρωτοχρονιάτικη πανηγυρική συναυλία ενώπιον του αξιοσέβαστου Προέδρου της Δημοκρατίας τους.
Συμφώνησε ότι ήταν ένα πολύ καλό κείμενο, σύντομο και κυρίως δίκαιο τόσο γι’ αυτούς όσο και για εμάς. Σε καμία περίπτωση όμως δεν γινόταν να διακόψει στη μέση μια συναυλία για να βγάλει ένα πολιτικό λογύδριο. «Πάνω απ’ όλα η μουσική», είπε.
Μου έδωσε πίσω το χαρτί και σηκώθηκε, η συζήτηση έλαβε τέλος. Η υπηρέτρια έφερε το πανωφόρι μου και με συνόδεψε μέχρι την έξοδο, μαζί με τις πρώτες νότες. Κοντοστάθηκα, δεν ήθελα να φύγω. Η υπηρέτρια με κοίταζε με κατανόηση. «Έτσι κάνουν όλοι», μου είπε.
Το ίδιο βράδυ ενημέρωσα τους συντρόφους. Κανείς δεν φάνηκε να εκπλήσσεται από τη λογική αντίδραση του μεγάλου καλλιτέχνη. Αυτή την αντίδραση ακριβώς θέλαμε για να συνεχίσουμε με ζήλο και πίστη, να προχωρήσουμε στο σχέδιο βήτα. Ο χρόνος μέχρι τη συναυλία ήταν ελάχιστος αλλά δουλέψαμε σαν σκυλιά και τα καταφέραμε.
Το σύνθημα για την έκρηξη στο Μέγαρο της Μουσικής Ακαδημίας δόθηκε μόλις άρχισε να παίζει αυτός που οι περισσότεροι δίκαια και σωστά θεωρούν μέχρι σήμερα το Βιολί του Αιώνα.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]