Σήμερα, ήρθαμε σε ένα μέρος γεμάτο λουλούδια και ψηλά δέντρα και περίεργες μυρωδιές που με λιγώνουν. Όλα είναι άσπρα, αλλά και γκρίζα και έχει πολλά μάρμαρα και κόσμος πολύς πάει κι έρχεται και περπατάει πάνω σε δρομάκια που χωράνε μόνο δύο πόδια και δεν μπορεί να προχωρήσει ο ένας δίπλα στον άλλον. Μερικά λουλούδια είναι μαραμένα και μερικά μάρμαρα είναι βρώμικα.
Εμείς καθόμαστε στο καφενείο έξω από αυτό το μέρος, αλλά εμένα δεν μ’ αρέσει γιατί το καφενείο είναι σκοτεινό, καφετί και κλειστό σαν το «Σπιτάκι του τρόμου» που είχα πάει μια φορά στο λούνα παρκ. Θέλω να βγω έξω, όμως δεν μ’ αφήνουν, γιατί λένε είμαι μικρός και, έτσι κι αλλιώς, δεν κάνει να φύγω και πρέπει να κάτσω μαζί τους. Βαριέμαι όμως, εκείνοι πίνουν καφέ και κονιάκ και τρώνε κάτι άνοστα παξιμαδάκια που μου έδωσαν κι εμένα αλλά δεν μου άρεσαν καθόλου και τα έφτυσα. Καφέ και κονιάκ, εγώ δεν κάνει να πιω, ούτε πορτοκαλάδα, ούτε τίποτα κι έτσι κάθομαι και παίζω με τις χαρτοπετσέτες που τις κόβω κομματάκια μέσα σε ένα άδειο πιατάκι και φτιάχνω βουναλάκια από χαρτοπόλεμο.
Αυτό φαίνεται επιτρέπεται να το κάνω γιατί κανείς δεν μου λέει κάτι, όπως δεν μου έλεγαν και πριν φύγουμε από το σπίτι όταν με ανάγκασαν να φορέσω ένα ηλίθιο σακάκι που μου είναι μεγάλο και τα μανίκια του με εμποδίζουν να κόβω τις χαρτοπετσέτες. Εντελώς ηλίθιο σακάκι! Ευτυχώς, δεν είχαν γραβάτα να μου φορέσουν και γλύτωσα αν και η γιαγιά, η μάνα της πρώτης και της δεύτερης μάνας μου, φώναζε πως ήταν ντροπή να με πάνε έτσι. Ευτυχώς, ο άντρας της δεύτερης μάνας μου φώναξε πως ντροπή ήταν το κόκκινο μαλλί της γιαγιάς, της μάνας της πρώτης και της δεύτερης μητέρας μου, και επιτέλους, πως είχαμε αργήσει και με βούτηξε από το χέρι και φύγαμε όλοι μαζί και ξέχασαν τη γραβάτα.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητό του και οδηγούσε εκείνος και μπροστά έκατσε η πρώτη μητέρα μου και πίσω εγώ με τη γιαγιά, τη μάνα της πρώτης και της δεύτερης μητέρας μου, και πήραμε από πίσω ένα άλλο αυτοκίνητο, πολύ μακρύ και μεγάλο και μαύρο και όλο τζάμια και μεγάλα παράθυρα στο πορτμπαγκάζ. Μέσα στο αυτοκίνητο ήταν η δεύτερη μητέρα μου κλεισμένη σε ένα ξύλινο κουτί και δεν την έβλεπα, αν και θα το ήθελα.
Η πρώτη και η δεύτε
ρη μητέρα μου ήταν αδελφές, η πρώτη με γέννησε αλλά η δεύτερη μ’ αγαπούσε και ήμουνα συνέχεια μαζί της και τώρα έχω στεναχωρηθεί πολύ και δεν ξέρω τι θα κάνω που την κλείσανε στο κουτί και μου είπαν πως δεν θα την ξαναδώ ποτέ πια, μόνο στα όνειρά μου, αλλά εκείνη όμως θα με βλέπει από τον ουρανό. Και τι με νοιάζει εμένα που θα με βλέπει από τον ουρανό; Εγώ ήθελα να πηγαίνω σπίτι της και να μένω μαζί της και να κοιμάμαι μαζί της τα βράδια, όταν η πρώτη μάνα μου δουλεύει σε κάτι μαγαζιά που όλο πίνουν ποτά που εγώ δεν κάνει να πίνω και μετά πάει βόλτα με το φίλο της γιατί έχει χωρίσει με τον πατέρα μου και από τότε δεν τον έχω ξαναδεί. Αλλά βλέπω τους φίλους της πολλές φορές. Και τότε με αφήνει στο σπίτι της δεύτερης μάνας μου για να μπορεί να πάει βόλτα μαζί τους, γιατί η γιαγιά, η μάνα της πρώτης και της δεύτερης μάνας μου, δεν μπορεί να κρατάει παιδιά επειδή την πιάνουν τα νεύρα της και είναι και πολύ ενοχλητικά.
Εκεί στο σπίτι της δεύτερης μάνας μου, είναι και ο άντρας της που σήμερα φοράει ένα μαύρο ύφασμα ψηλά, γύρω από το χέρι του, αυτόν δεν τον αγαπώ, αλλά νομίζω ότι κι αυτός δεν με αγαπάει. Ούτε τη δεύτερη μάνα μου αγαπούσε γιατί όλο της φώναζε και όλο τσακώνονταν και όλο της έκανε παρατηρήσεις κι εγώ ήθελα να τον σκοτώσω και είχα αποφασίσει πως όταν μεγάλωνα θα τον σκότωνα και θα παντρευόμουν τη δεύτερη μάνα μου κι εγώ θα της φερόμουν καλά και δεν θα τη στεναχωρούσα ποτέ.
Όμως, μια μέρα πριν καιρό, άκουσα πως η δεύτερη μάνα μου είχε μια μπαλίτσα στο ένα της βυζί και θα έπρεπε να τη δει γιατρός. Είχε πολύ όμορφα βυζιά η δεύτερη μάνα μου και όταν κοιμόμασταν μαζί μου άρεσε να χώνω το κεφάλι μου μέσα και να ζεσταίνομαι ολόκληρος και τότε, δεν ήθελα να ξυπνήσω ποτέ για να μη φύγω από εκεί και χάσω τα μαλακά μαξιλαράκια που αγκάλιαζαν το κεφάλι μου.
Όμως από τότε που την είδε ο γιατρός, η δεύτερη μάνα μου εξαφανίστηκε και την είδα μετά από πολύ καιρό αλλά ήταν αλλιώτικη, χωρίς μαλλιά. Ένα βράδυ που κοιμηθήκαμε μαζί έλειπαν τα μαλακά μαξιλαράκια που ακουμπούσα το κεφάλι μου και τότε τη ρώτησα, αλλά μάλλον δεν έπρεπε γιατί άρχισε να κλαίει και μου είπε ότι το στήθος της είχε πάθει μια αρρώστια και γέμιζε μικρά μπαλάκια γι’ αυτό έπρεπε να της το κόψουν και μετά με ρώτησε αν θα την αγαπούσα λιγότερο γι’ αυτό. Κι εγώ της είπα ότι τώρα θα την αγαπούσα πιο πολύ και όταν θα μεγάλωνα θα παντρευόμουν μια γυναίκα με κομμένο στήθος, γιατί δεν μπορούσα να της ομολογήσω ότι θα παντρευόμουν εκείνη και θα την αγαπούσα περισσότερο από τον άντρα της που από τότε που της έπεσαν τα μαλλιά και της έκοψαν τα βυζιά όλο έλειπε από το σπίτι και την άφηνε μόνη. Και η γιαγιά, η μάνα της πρώτης και της δεύτερης μάνας μου, δεν μπορούσε να έρχεται γιατί λέει είναι μεγάλη και δεν πρέπει να στεναχωριέται γιατί θα πάθει η καρδιά της. Και καλύτερα που έλειπαν όλοι γιατί έτσι την είχα όλη δικιά μου και τότε έβγαζε το μαντήλι που της σκέπαζε το κεφάλι και το περίεργο εσώρουχο που φορούσε πάνω στο κομμένο στήθος της και έμοιαζε με ψεύτικα βυζιά και τότε, μου φαινόταν πιο όμορφη από ποτέ.
Τώρα, όμως που την έβαλαν σ’ αυτό το ξύλινο κουτί και την έχωσαν στο χώμα δεν θα μπορέσω να την ξαναδώ και δεν ξέρω τι να κάνω. Ήπια κρυφά το κονιάκ της πρώτης μάνας μου και το κονιάκ της γιαγιάς, της μάνας της πρώτης και της δεύτερης μάνας μου, γιατί έχω ακούσει ότι με το κονιάκ σου περνάει η στεναχώρια και το μυαλό σου δουλεύει πιο καλά και βρίσκεις λύση όταν έχεις κάποιο πρόβλημα.
Και τώρα, θα πάρω το χαρτοπόλεμο που έφτιαξα από τις χαρτοπετσέτες και θα τον χώσω μέσα στο μαύρο πουκάμισο της πρώτης μου μάνας και ακόμη, θα τον σκορπίσω πάνω στο κόκκινο μαλλί της γιαγιάς και θα γελάσω πολύ γιατί το βρίσκω πολύ διασκεδαστικό να τις νευριάζω. Και έτσι κι αλλιώς, όλη μέρα μου λένε ότι πρέπει να χαμογελάω γιατί είμαι παιδί και δεν πρέπει να στεναχωριέμαι γιατί μπορεί να πάθω τίποτα.
Και μετά θα ανέβω στο τραπέζι και θα ζητήσω από όλες τις γυναίκες να κόψουν τα βυζιά τους για να τις βλέπει η δεύτερη μάνα μου από τον ουρανό και να μη στεναχωριέται και έτσι κι αλλιώς, η πρώτη μου μάνα λίγες φορές με βάζει πάνω στα δικά της βυζιά οπότε είναι άχρηστα, γι’ αυτό να τα κόψει πρώτη εκείνη! Και μετά να τα κόψει και η γιαγιά, η μάνα της πρώτης και της δεύτερης μάνας μου, αφού κι εκεινής άχρηστα είναι.
Αυτά θα τα φωνάξω πιο δυνατά για να τα καταλάβουν καλά, γιατί μου έχουν πει ότι μου φωνάζουν για να μπουν μέσα στο μυαλό μου τα λόγια τους και έτσι θα κάνω κι εγώ.
Πρώτα, όμως θα ξεράσω γιατί μου φαίνεται ότι το κονιάκ μου πείραξε την κοιλιά και λέω να ξεράσω.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]








